Griechenland:Οικία Δεκόζη-Βούρου: Unterschied zwischen den Versionen

Aus goethe.de
Wechseln zu: Navigation, Suche
(Die Seite wurde neu angelegt: „[[Datei:GRIECHENLAND_VOUROU_1_LK.jpg|200px|thumb|left|Οικία Δεκόζη-Βούρου. Φωτογραφία: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης © …“)
 
Zeile 1: Zeile 1:
 
[[Datei:GRIECHENLAND_VOUROU_1_LK.jpg|200px|thumb|left|Οικία Δεκόζη-Βούρου. Φωτογραφία: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης © Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών]]
 
[[Datei:GRIECHENLAND_VOUROU_1_LK.jpg|200px|thumb|left|Οικία Δεκόζη-Βούρου. Φωτογραφία: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης © Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών]]
Το διώροφο κτίριο της οδού Παπαρρηγοπούλου 7 ανεγέρθηκε μεταξύ των ετών 1833-1834, βάσει σχεδίων των αρχιτεκτόνων Joseph Hoffer [*] και Gustav Adolf Lüders, για λογαριασμό του Χιώτη τραπεζίτη Σταμάτιου Δεκόζη-Βούρου (1792-1881).
 
  
Υπήρξε από τις πρώτες νέες οικίες της απελευθερωμένης Αθήνας και ταυτόχρονα από τα πρώτα δείγματα ενός πρώιμου και λιτού κλασικισμού στην Ελλάδα. Κτισμένη στην υπό διαμόρφωση ακόμη κατά την εποχή εκείνη πλατεία Κλαυθμώνος (τότε ονομαζόμενη πλατεία Νομισματοκοπείου) και κοντά στο τείχος Χασεκή, στέγασε κατά το διάστημα 1837-1843 (συνενωμένο με τις κατεδαφισμένες σήμερα συνεχόμενες οικίες Μαστρονικόλα και Αφθονίδη) τους βασιλείς Όθωνα και Αμαλία, ώσπου να οικοδομηθούν τα οριστικά τους ανάκτορα (η σημερινή Βουλή).  
+
Από τις πρώτες νέες οικίες της απελευθερωμένης Αθήνας και για κάποιο διάστημα στέγη των βασιλέων Όθωνα και Αμαλίας, η οικία Δεκόζη- Βούρου χτίστηκε μεταξύ των ετών 1833-1834, βάσει σχεδίων των αρχιτεκτόνων Joseph Hoffer και Gustav Adolf Lüders.  
  
 
[[Datei:GRIECHENLAND_VOUROU_3_LK.jpg|500px|thumb|left|Οικία Δεκόζη-Βούρου. Φωτογραφία: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης © Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών]]
 
[[Datei:GRIECHENLAND_VOUROU_3_LK.jpg|500px|thumb|left|Οικία Δεκόζη-Βούρου. Φωτογραφία: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης © Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών]]
  
Γράφοντας στον πατέρα της, τον Μεγάλο Δούκα Παύλο Φρειδερίκο Αύγουστο του Ολδεμβούργου, η Αμαλία χαρακτήριζε το προσωρινό της «παλάτι» ως μια κατοικία όμοια με εκείνες των αστών της Γερμανίας, «ίσως και λίγο χειρότερη». Σύμφωνα με τον Δανό συγγραφέα Hans Christian Andersen που το επισκέφθηκε το 1841, δεν διέφερε «από οποιαδήποτε καλοκαιρινή έπαυλη στην Ευρώπη» με μικρά δωμάτια, στα οποία ωστόσο ένιωθες «μια άνετη, φιλική ατμόσφαιρα».
+
Το πιο αξιόλογο κτίσμα της Αθήνας του 1834 ανεγέρθηκε για λογαριασμό του Χιώτη τραπεζίτη Σταμάτιου Δεκόζη-Βούρου (1792-1881), κατοίκου της Βιέννη και κατόπιν της Κωνσταντινούπολης. Ο δραστήριος επιχειρηματίας επέστρεψε στην απελευθερωμένη πατρίδα του με προτεραιότητά του την οικοδόμηση μιας ευρωπαϊκού τύπου οικίας.
 +
 
 +
Το 1836, οι βασιλείς Όθων και Αμαλία, επιστρέφοντας από το Μόναχο μετά το γάμο τους, ώσπου να οικοδομηθούν τα οριστικά ανάκτορα τους (η σημερινή Βουλή) στην Αθήνα, εγκαταστάθηκαν στην "Μεγάλη Οικία" Βούρου. Το “Παλιό Παλάτι”, όπως το αποκαλούσαν αργότερα οι Αθηναίοι, στην υπό διαμόρφωση ακόμη κατά την εποχή εκείνη πλατεία Κλαυθμώνος (τότε ονομαζόμενη πλατεία Νομισματοκοπείου) και κοντά στο τείχος Χασεκή, συνενωμένο με τα αρχοντικά Αφθονίδη και Μαστρονικόλα (σήμερα κατεδαφισμένα), φιλοξένησε το βασιλικό ζέυγος έως το 1843.
 +
 
 +
---
 +
 
 +
Από τα πρώτα δείγματα ενός πρώιμου και λιτού κλασικισμού στην Ελλάδα, το διώροφο κτίριο της οδού Παπαρρηγοπούλου 7 φέρει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της κλασικιστικής αθηναϊκής κατασκευής: μαρμάρινη βάση, κεραμωτή στέγη και μπαλκόνι με λεπτοδουλεμένα φουρούσια.  
 +
 
 +
Σύμφωνα με τον Δανό συγγραφέα Hans Christian Andersen που την επισκέφθηκε το 1841, η οικία δεν διέφερε «από οποιαδήποτε καλοκαιρινή έπαυλη στην Ευρώπη» με μικρά δωμάτια, στα οποία ωστόσο ένιωθες «μια άνετη, φιλική ατμόσφαιρα».
  
 
[[Datei:GRIECHENLAND_VOUROU_4_LK.jpg|500px|thumb|left|Οικία Δεκόζη-Βούρου. Φωτογραφία: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης © Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών]]
 
[[Datei:GRIECHENLAND_VOUROU_4_LK.jpg|500px|thumb|left|Οικία Δεκόζη-Βούρου. Φωτογραφία: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης © Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών]]
 
+
 
Ανακαινισμένο σήμερα, με αποκατεστημένα σε μεγάλο βαθμό τον διάκοσμο και την διαρρύθμιση της εποχής εκείνης (βάσει μελέτης του αρχιτέκτονα Ιωάννη Τραυλού) στεγάζει το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών στο οποίο εκτίθενται, μεταξύ των άλλων, έργα τέχνης και ενθυμήματα της περιόδου της βασιλείας του Όθωνα.
+
Ανακαινισμένο σήμερα, με αποκατεστημένα σε μεγάλο βαθμό τον διάκοσμο και την διαρρύθμιση της εποχής εκείνης (βάσει μελέτης του αρχιτέκτονα Ιωάννη Τραυλού), η Οικία στεγάζει το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, στο οποίο εκτίθενται, μεταξύ των άλλων, έργα τέχνης και ενθυμήματα της περιόδου της βασιλείας του Όθωνα.
  
 
{{#newBox:}}
 
{{#newBox:}}

Version vom 22. Mai 2016, 18:12 Uhr

Οικία Δεκόζη-Βούρου. Φωτογραφία: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης © Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

Από τις πρώτες νέες οικίες της απελευθερωμένης Αθήνας και για κάποιο διάστημα στέγη των βασιλέων Όθωνα και Αμαλίας, η οικία Δεκόζη- Βούρου χτίστηκε μεταξύ των ετών 1833-1834, βάσει σχεδίων των αρχιτεκτόνων Joseph Hoffer και Gustav Adolf Lüders.

Οικία Δεκόζη-Βούρου. Φωτογραφία: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης © Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

Το πιο αξιόλογο κτίσμα της Αθήνας του 1834 ανεγέρθηκε για λογαριασμό του Χιώτη τραπεζίτη Σταμάτιου Δεκόζη-Βούρου (1792-1881), κατοίκου της Βιέννη και κατόπιν της Κωνσταντινούπολης. Ο δραστήριος επιχειρηματίας επέστρεψε στην απελευθερωμένη πατρίδα του με προτεραιότητά του την οικοδόμηση μιας ευρωπαϊκού τύπου οικίας.

Το 1836, οι βασιλείς Όθων και Αμαλία, επιστρέφοντας από το Μόναχο μετά το γάμο τους, ώσπου να οικοδομηθούν τα οριστικά ανάκτορα τους (η σημερινή Βουλή) στην Αθήνα, εγκαταστάθηκαν στην "Μεγάλη Οικία" Βούρου. Το “Παλιό Παλάτι”, όπως το αποκαλούσαν αργότερα οι Αθηναίοι, στην υπό διαμόρφωση ακόμη κατά την εποχή εκείνη πλατεία Κλαυθμώνος (τότε ονομαζόμενη πλατεία Νομισματοκοπείου) και κοντά στο τείχος Χασεκή, συνενωμένο με τα αρχοντικά Αφθονίδη και Μαστρονικόλα (σήμερα κατεδαφισμένα), φιλοξένησε το βασιλικό ζέυγος έως το 1843.

---

Από τα πρώτα δείγματα ενός πρώιμου και λιτού κλασικισμού στην Ελλάδα, το διώροφο κτίριο της οδού Παπαρρηγοπούλου 7 φέρει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της κλασικιστικής αθηναϊκής κατασκευής: μαρμάρινη βάση, κεραμωτή στέγη και μπαλκόνι με λεπτοδουλεμένα φουρούσια.

Σύμφωνα με τον Δανό συγγραφέα Hans Christian Andersen που την επισκέφθηκε το 1841, η οικία δεν διέφερε «από οποιαδήποτε καλοκαιρινή έπαυλη στην Ευρώπη» με μικρά δωμάτια, στα οποία ωστόσο ένιωθες «μια άνετη, φιλική ατμόσφαιρα».

Οικία Δεκόζη-Βούρου. Φωτογραφία: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης © Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

Ανακαινισμένο σήμερα, με αποκατεστημένα σε μεγάλο βαθμό τον διάκοσμο και την διαρρύθμιση της εποχής εκείνης (βάσει μελέτης του αρχιτέκτονα Ιωάννη Τραυλού), η Οικία στεγάζει το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, στο οποίο εκτίθενται, μεταξύ των άλλων, έργα τέχνης και ενθυμήματα της περιόδου της βασιλείας του Όθωνα.

Joseph Hoffer

Ο Joseph Hoffer, καταγόμενος από το Arad (τότε περιοχή της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, σήμερα στο Ρουμανικό έδαφος), είχε σπουδάσει στο Πολυτεχνείο της Βιέννης (Kaiserlich-Königlich Polytechnische Institut in Wien) και δραστηριοποιήθηκε στην Αθήνα μεταξύ των ετών 1833-1838. Ως στέλεχος των Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Υπουργείου Εσωτερικών, εργάστηκε για λογαριασμό της κυβέρνησης σε διάφορα έργα, μεταξύ των οποίων σε τοπογραφικές μελέτες της Αθήνας και του Πειραιά, στην ανοικοδόμηση της νέας Σπάρτης, στο σχεδιασμό κρατικών κτιρίων (όπως το βασιλικό τυπογραφείο), αλλά ανέλαβε και ιδιωτικές οικοδομές. Παράλληλα πραγματοποίησε πρωτοποριακές έρευνες στην αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική, κυρίως στην Ακρόπολη.

Otto Friedrich Ludwig von Wittelsbach

Ο Όθων (Otto Friedrich Ludwig von Wittelsbach, 1815-1867), ήταν δευτερότοκος γιος του Βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄, ενός από τους ελάχιστους Ευρωπαίους μονάρχες που είχε υποστηρίξει εξαρχής την Ελληνική Επανάσταση του 1821 κατά της Οθωμανικής κυριαρχίας. Μετά την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Ελλάδας από τις τότε Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία), οι τελευταίες επέλεξαν το 1832, κατά την Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, τον Όθωνα ως Βασιλιά του νεοσύστατου Ελληνικού Βασιλείου.

Ο μόλις 17χρονος νέος μονάρχης αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο το 1833, συνοδευόμενος από βαυαρικά στρατεύματα. Δεδομένου ότι ήταν ανήλικος, στο διάστημα 1833-1835 επιτροπευόταν από μια τριμελή βαυαρική Αντιβασιλεία, ενώ βαυαροί αξιωματούχοι κατέλαβαν επίσης σημαντικές θέσεις στο στρατό και στην δημόσια διοίκηση (η αποκαλούμενη "Βαυαροκρατία"). Κατά την πρώτη δεκαετία, η βασιλική εξουσία ασκήθηκε χωρίς περιορισμούς (απόλυτη μοναρχία), αλλά με την Επανάσταση του 1843, ο Όθωνας εξαναγκάστηκε να δεχθεί την απομάκρυνση όλων των Βαυαρών από τον κρατικό μηχανισμό και την ψήφιση Συντάγματος, τις διατάξεις του οποίου ωστόσο επιχειρούσε, ευκαιρίας δοθείσης, να παρακάμπτει.

Επί της βασιλείας του τέθηκαν οι βάσεις του νεοελληνικού κράτους, εντούτοις, παρά τις ειλικρινείς του προθέσεις έναντι της Ελλάδας και τους ρομαντικούς του οραματισμούς, ο Όθωνας φάνηκε να μην διαθέτει τις πνευματικές και πολιτικές ικανότητες που απαιτούσαν οι καιροί. Οι αλυτρωτικές του βλέψεις για την απελευθέρωση των Ελλήνων που παρέμεναν στην Οθωμανική επικράτεια, χωρίς να μεριμνήσει για την δημιουργία προηγουμένως των κατάλληλων προϋποθέσεων, τόσο από πλευράς οργάνωσης και ανάπτυξης της χώρας, όσο και από πλευράς διπλωματικών κινήσεων, τον έφεραν σε αντιδικία με ορισμένες από τις Μεγάλες Δυνάμεις, ιδίως κατά την εποχή του Κριμαϊκού πολέμου. Συχνά επίσης ήρθε σε σύγκρουση με τους υπηκόους του, λόγω της αυταρχικής άσκησης της εξουσίας, των αυθαιρεσιών και των διώξεων των πολιτικών αντιπάλων του θρόνου. Σημαντικό εξάλλου πρόβλημα υπήρξε και η απουσία τέκνων από τον γάμο του με την πριγκίπισσα Αμαλία του Ολτεμπουργκ, απουσία που άφηνε εκκρεμές το ζήτημα της μελλοντικής διαδοχής του. Μια σειρά αιματηρών εξεγέρσεων που κατέληξαν στην Επανάσταση του 1862, τον εξανάγκασαν να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να επιστρέψει στη Βαυαρία, όπου και πέθανε πέντε χρόνια αργότερα, σε ηλικία 53 ετών.

Amalie Marie Friederike von Oldenburg

Η Αμαλία (Amalie Marie Friederike von Oldenburg, 1818-1875), ήταν κόρη του Μεγάλου Δούκα Παύλου Φρειδερίκου Αύγουστου του Όλντενμπουργκ, η οποία σε ηλικία 18 ετών παντρεύτηκε τον Βασιλιά Όθωνα και ήρθε στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1837. Φύση ζωηρή και πνεύμα διεισδυτικό, έδειξε ενδιαφέρον για τη νέα της πατρίδα και πιστώνεται, μεταξύ άλλων, με την δημιουργία του κήπου των ανακτόρων (σήμερα Εθνικού Κήπου) και του κτήματος της Επταλόφου στο Ίλιον (Πύργος Βασιλίσσης), που παραμένουν δύο από τους σημαντικότερους πνεύμονες πρασίνου της Αττικής. Η Επανάσταση του 1843 τερμάτισε την ανέμελη περίοδο της ζωής της και έστρεψε το ενδιαφέρον της στην πολιτική, αποκαλύπτοντας αξιοσημείωτες ικανότητες σε αυτό τον τομέα. Η θεληματική της προσωπικότητα, οι πολιτικές της παρεμβάσεις και ο αυταρχισμός της προκάλεσαν ωστόσο στο θρόνο περισσότερα προβλήματα απ' όσα έλυσαν, με αποτέλεσμα να στοχοποιηθεί ιδιαίτερα από το αντιμοναρχικό κίνημα, με αποκορύφωμα την απόπειρα κατά της ζωής της, το 1861. Μετά την Επανάσταση του 1862 ακολούθησε τον σύζυγό της στη Βαυαρία, όπου και πέθανε σε ηλικία 58 ετών.


Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Joseph Hoffer, «Das Parthenon zu Athen, in seinen Haupttheilen neu gemessen», Allgemeine Bauzeitung, 41-43 (1838).

Hans Christian Andersen, En Digters Bazar, Κοπεγχάγη 1842.

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, Οδοιπορικό στην Ελλάδα, Αθήνα [1972].

J. C. Hinrich, Briefe einer Hofdame in Athen an eine Freundin in Deutschland 1837-1842, Λειψία, 1845.

Σωτηρία Αλιμπέρτη, Αμαλία η βασίλισσα της Ελλάδος, Αθήνα 1896.

Κ. Τσαουσόπουλος (μετάφρ.), «Επιστολαί κυρίας της τιμής εν Αθήναις προς φίλην της εν Γερμανία (1837-1842), Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος 8 (1922). Wolf Seidl, Bayern in Griechenland: Die Geschichte eines Abenteuers, Μόναχο 1965.

Βόλφ Ζάιντλ, Βαυαροί στην Ελλάδα - Η γένεση του νεοελληνικού κράτους και το καθεστώς του Όθωνα, Αθήνα [1984].

Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών & Ίδρυμα Βούρου-Ευταξία, Αθήνα-Μόναχο, Μόναχο 1980.

Χριστιάνα Λυτ, Μια Δανέζα στην Αυλή του Όθωνα, Αθήνα 2η έκδ. 1988.

József Sisa, «Joseph Hoffer and the Study of Ancient Architecture», Journal of the Society of Architectural Historians 49 (1990).

Κατερίνα Κορρέ & Κατερίνα Μόμτσιου-Τοκατλίδη, «Το παλαιό Εθνικό Τυπογραφείο στην Αθήνα: Οι μεταμορφώσεις ενός ιστορικού κτηρίου», Αρχαιολογία και Τέχνες 45 (1992).

Κώστας Η. Μπίρης, Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον αιώνα, Αθήνα 3η έκδ. 1996.

Βάνα Μπούσε, Μίχαελ Μπούσε (μετάφρ., επιμ.), Ανέκδοτες επιστολές της βασίλισσας Αμαλίας στον πατέρα της, 1836-1853, 2 τόμοι, Αθήνα 2011.

Τοποθεσία

Οικία Δεκόζη-Βούρου
Oδός Παπαρρηγοπούλου 7
Αθήνα