Griechenland:Μνημείο Julia von Nordenflycht: Unterschied zwischen den Versionen

Aus goethe.de
Wechseln zu: Navigation, Suche
(Die Seite wurde neu angelegt: „[[Datei:GRIECHENLAND_NORDEN_2_LK.jpg|200px|thumb|left|Μνημείο Bernhard Ornstein. Φωτογραφία: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης © Εθ…“)
 
Zeile 2: Zeile 2:
  
 
Η βαρώνη Julia von Nordenflycht (Ιουλία Νορδενπφλιχ / Νορντενπφλυχτ) υπήρξε Γερμανίδα κυρία επί των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας [1*]. Γεννήθηκε το 1787 στο Minden της Πρωσίας, από οικογένεια κρατικών αξιωματούχων. Ήταν μικρανεψιά της διάσημης ποιήτριας και πρώιμης «φεμινίστριας» Charlotte von Nordenflycht, ενώ έγραψε και η ίδια ποιήματα που της εξασφάλισαν μια σελίδα στην τρίτομη εγκυκλοπαίδεια της Γερμανικής λογοτεχνίας του Schindel (1825). Συμμετείχε επίσης στην ομάδα που μετέφρασε τα Άπαντα του Byron στα Γερμανικά (1828).  
 
Η βαρώνη Julia von Nordenflycht (Ιουλία Νορδενπφλιχ / Νορντενπφλυχτ) υπήρξε Γερμανίδα κυρία επί των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας [1*]. Γεννήθηκε το 1787 στο Minden της Πρωσίας, από οικογένεια κρατικών αξιωματούχων. Ήταν μικρανεψιά της διάσημης ποιήτριας και πρώιμης «φεμινίστριας» Charlotte von Nordenflycht, ενώ έγραψε και η ίδια ποιήματα που της εξασφάλισαν μια σελίδα στην τρίτομη εγκυκλοπαίδεια της Γερμανικής λογοτεχνίας του Schindel (1825). Συμμετείχε επίσης στην ομάδα που μετέφρασε τα Άπαντα του Byron στα Γερμανικά (1828).  
 +
 
Όταν η πριγκίπισσα Αμαλία του Ολδεμβούργου έχασε σε μικρή ηλικία τη μητέρα της, η Nordenflycht προσλήφθηκε ως παιδαγωγός της και έμεινε κοντά της για τα είκοσι δύο επόμενα χρόνια. Μετά τον γάμο της Αμαλίας με τον βασιλιά Όθωνα [2*], τους ακολούθησε ως κυρία επί των τιμών το Φεβρουάριο του 1837 στην Αθήνα, όπου και παρέμεινε ως το τέλος της ζωής της.
 
Όταν η πριγκίπισσα Αμαλία του Ολδεμβούργου έχασε σε μικρή ηλικία τη μητέρα της, η Nordenflycht προσλήφθηκε ως παιδαγωγός της και έμεινε κοντά της για τα είκοσι δύο επόμενα χρόνια. Μετά τον γάμο της Αμαλίας με τον βασιλιά Όθωνα [2*], τους ακολούθησε ως κυρία επί των τιμών το Φεβρουάριο του 1837 στην Αθήνα, όπου και παρέμεινε ως το τέλος της ζωής της.
  
Zeile 10: Zeile 11:
 
Η πυκνή αλληλογραφία της Nordenflycht με την φίλη της von Sahorst (δημοσιευμένη στα γερμανικά το 1845 και μεταφρασμένη στα ελληνικά το 1922), αποτελεί γλαφυρή και πλούσια πηγή πληροφοριών και εικόνων των πρώτων ετών της μετεπαναστατικής Ελλάδας. Από την πρώτη στιγμή εξάλλου προσπάθησε να μάθει ελληνικά, τα οποία, κατά την Αμαλία, μιλούσε «χωρίς να διστάζει και όπως-όπως», ενώ ενδιαφέρον έχει και η υιοθέτηση της κριτικής έναντι της «βαυαροκρατίας», όπως την μεταφέρει στη φίλη της : «’Αλλά’, λέγουσι οι Έλληνες, ‘διατί να διοικώμεθα υπό Βαυαρού υπαλλήλου; Δεν γνωρίζωμεν ημείς κάλλιον των ξένων τον τόπον μας και τας ανάγκας του;’».
 
Η πυκνή αλληλογραφία της Nordenflycht με την φίλη της von Sahorst (δημοσιευμένη στα γερμανικά το 1845 και μεταφρασμένη στα ελληνικά το 1922), αποτελεί γλαφυρή και πλούσια πηγή πληροφοριών και εικόνων των πρώτων ετών της μετεπαναστατικής Ελλάδας. Από την πρώτη στιγμή εξάλλου προσπάθησε να μάθει ελληνικά, τα οποία, κατά την Αμαλία, μιλούσε «χωρίς να διστάζει και όπως-όπως», ενώ ενδιαφέρον έχει και η υιοθέτηση της κριτικής έναντι της «βαυαροκρατίας», όπως την μεταφέρει στη φίλη της : «’Αλλά’, λέγουσι οι Έλληνες, ‘διατί να διοικώμεθα υπό Βαυαρού υπαλλήλου; Δεν γνωρίζωμεν ημείς κάλλιον των ξένων τον τόπον μας και τας ανάγκας του;’».
  
[[Datei:GRIECHENLAND_NORDEN_7_LK.jpg|200px|thumb|left|Μνημείο Bernhard Ornstein. Φωτογραφία: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης © Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών]]
+
[[Datei:GRIECHENLAND_NORDEN_7_LK.jpg|500px|thumb|left|Μνημείο Bernhard Ornstein. Φωτογραφία: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης © Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών]]
  
 
Ο θάνατός της Nordenflycht, στις 10 Ιουλίου 1842 (ν.η.), προκάλεσε ευρύτερη συγκίνηση, καθώς ήταν αγαπητή και δεν είχε δώσει αφορμές δυσαρέσκειας, αποφεύγοντας οιανδήποτε ανάμιξη σε αυλικές δολοπλοκίες. Σε δημοσιεύματα του αθηναϊκού τύπου, επαινέθηκαν τα προτερήματά της, μεταξύ των οποίων η «χρηστή και καλοκάγαθος διαγωγή της, η καλοσύνη και η φιλανθρωπία της», ενώ υπογραμμίστηκε ότι «ηγάπα τους Έλληνας ουχί δια των λόγων, αλλά δια της καρδίας», και ότι υπήρξε «υπέρμαχος των Ελληνίδων», τις οποίες προσπάθησε να δραστηριοποιήσει οργανωμένα στο δημόσιο χώρο, μέσα από εταιρείες αγαθοεργίας, μια πρωτοβουλία ρηξικέλευθη για τα ως τότε ήθη του τόπου. Η απώλεια υπήρξε ιδιαίτερα οδυνηρή για την Αμαλία. Γράφοντας «με βαριά καρδιά και τον πόνο να την πνίγει», στον πατέρα της, τον Μεγάλο Δούκα Παύλο Φρειδερίκο Αύγουστο του Ολδεμβούργου, υπογράμμιζε το κενό «που τίποτε δεν θα αναπληρώσει», βιώνοντας κατ’ ουσίαν μια δεύτερη ορφάνια, καθώς η  Nordenflycht την αγαπούσε «όσο μια μητέρα μπορεί να αγαπήσει το παιδί της».
 
Ο θάνατός της Nordenflycht, στις 10 Ιουλίου 1842 (ν.η.), προκάλεσε ευρύτερη συγκίνηση, καθώς ήταν αγαπητή και δεν είχε δώσει αφορμές δυσαρέσκειας, αποφεύγοντας οιανδήποτε ανάμιξη σε αυλικές δολοπλοκίες. Σε δημοσιεύματα του αθηναϊκού τύπου, επαινέθηκαν τα προτερήματά της, μεταξύ των οποίων η «χρηστή και καλοκάγαθος διαγωγή της, η καλοσύνη και η φιλανθρωπία της», ενώ υπογραμμίστηκε ότι «ηγάπα τους Έλληνας ουχί δια των λόγων, αλλά δια της καρδίας», και ότι υπήρξε «υπέρμαχος των Ελληνίδων», τις οποίες προσπάθησε να δραστηριοποιήσει οργανωμένα στο δημόσιο χώρο, μέσα από εταιρείες αγαθοεργίας, μια πρωτοβουλία ρηξικέλευθη για τα ως τότε ήθη του τόπου. Η απώλεια υπήρξε ιδιαίτερα οδυνηρή για την Αμαλία. Γράφοντας «με βαριά καρδιά και τον πόνο να την πνίγει», στον πατέρα της, τον Μεγάλο Δούκα Παύλο Φρειδερίκο Αύγουστο του Ολδεμβούργου, υπογράμμιζε το κενό «που τίποτε δεν θα αναπληρώσει», βιώνοντας κατ’ ουσίαν μια δεύτερη ορφάνια, καθώς η  Nordenflycht την αγαπούσε «όσο μια μητέρα μπορεί να αγαπήσει το παιδί της».
  
 +
Την κηδεία της παρακολούθησαν οι αυλικοί, τα μέλη της κυβέρνησης και του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και πλήθος κόσμου, ενώ επικήδειους εκφώνησαν ο ιεροκήρυκας της Αμαλίας Asmus Heinrich Friedrich Lüth και ο Δανός πάστορας Christen Madsen Oersted.
 +
 +
Στον τάφο της ανεγέρθηκε ένα απέριττο μνημείο σχεδιασμένο από τον Δανό αρχιτέκτονα Christian Hansen. [4*] Αποτελείται από έναν τρίφυλλο μνημειακό εραλδικό σταυρό (croix tréflée) με γοτθική διακόσμηση, στη μια πλευρά του οποίου είναι χαραγμένο το όνομά της και στην άλλη ένα απόσπασμα από την Αποκάλυψη του Ιωάννη: «Selig sind die Todten, die in dem Herrn Sterben» («Μακάριοι οι νεκροί οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες»). [5*]
 +
 +
Ο Γερμανός γλύπτης Christian Siegel (1803-1883) που ζούσε τότε στην Αθήνα, σμίλεψε την προτομή της Nordenflycht για το μπουντουάρ της Αμαλίας. Σημειωτέον ότι ο τάφος του Siegel, που υπήρξε στη συνέχεια ένας από τους πρώτους καθηγητές της Σχολής Καλών Τεχνών, βρίσκεται σήμερα επίσης σε λίγων μέτρων απόσταση από εκείνον της Nordenflycht.
  
 +
{{#newBox:}}
 +
==Amalie Marie Friederike von Oldenbur==
 +
Η Αμαλία (Amalie Marie Friederike von Oldenburg, 1818-1875), ήταν κόρη του Μεγάλου Δούκα Παύλου Φρειδερίκου Αύγουστου του Όλντενμπουργκ, η οποία σε ηλικία 18 ετών παντρεύτηκε τον Βασιλιά Όθωνα και ήρθε στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1837. Φύση ζωηρή και πνεύμα διεισδυτικό, έδειξε ενδιαφέρον για τη νέα της πατρίδα και πιστώνεται, μεταξύ άλλων, με την δημιουργία του κήπου των ανακτόρων (σήμερα Εθνικού Κήπου) και του κτήματος της Επταλόφου στο Ίλιον (Πύργος Βασιλίσσης), που παραμένουν δύο από τους σημαντικότερους πνεύμονες πρασίνου της Αττικής. Η Επανάσταση του 1843 τερμάτισε την ανέμελη περίοδο της ζωής της και έστρεψε το ενδιαφέρον της στην πολιτική, αποκαλύπτοντας αξιοσημείωτες ικανότητες σε αυτό τον τομέα. Η θεληματική της προσωπικότητα, οι πολιτικές της παρεμβάσεις και ο αυταρχισμός της προκάλεσαν ωστόσο στο θρόνο περισσότερα προβλήματα απ' όσα έλυσαν, με αποτέλεσμα να στοχοποιηθεί ιδιαίτερα από το αντιμοναρχικό κίνημα, με αποκορύφωμα την απόπειρα κατά της ζωής της, το 1861. Μετά την Επανάσταση του 1862 ακολούθησε τον σύζυγό της στη Βαυαρία, όπου και πέθανε σε ηλικία 58 ετών.
  
Την κηδεία της παρακολούθησαν οι αυλικοί, τα μέλη της κυβέρνησης και του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και πλήθος κόσμου, ενώ επικήδειους εκφώνησαν ο ιεροκήρυκας της Αμαλίας Asmus Heinrich Friedrich Lüth και ο Δανός πάστορας Christen Madsen Oersted.  
+
{{#newBox:}}
 +
==Otto Friedrich Ludwig von Wittelsbach==
 +
Ο Όθων (Otto Friedrich Ludwig von Wittelsbach, 1815-1867), ήταν δευτερότοκος γιος του Βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄, ενός από τους ελάχιστους Ευρωπαίους μονάρχες που είχε υποστηρίξει εξαρχής την Ελληνική Επανάσταση του 1821 κατά της Οθωμανικής κυριαρχίας. Μετά την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Ελλάδας από τις τότε Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία), οι τελευταίες επέλεξαν το 1832, κατά την Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, τον Όθωνα ως Βασιλιά του νεοσύστατου Ελληνικού Βασιλείου. Ο μόλις 17χρονος νέος μονάρχης αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο το 1833, συνοδευόμενος από βαυαρικά στρατεύματα. Δεδομένου ότι ήταν ανήλικος, στο διάστημα 1833-1835 επιτροπευόταν από μια τριμελή βαυαρική Αντιβασιλεία, ενώ βαυαροί αξιωματούχοι κατέλαβαν επίσης σημαντικές θέσεις στο στρατό και στην δημόσια διοίκηση (η αποκαλούμενη "Βαυαροκρατία"). Κατά την πρώτη δεκαετία, η βασιλική εξουσία ασκήθηκε χωρίς περιορισμούς (απόλυτη μοναρχία), αλλά με την Επανάσταση του 1843, ο Όθωνας εξαναγκάστηκε να δεχθεί την απομάκρυνση όλων των Βαυαρών από τον κρατικό μηχανισμό και την ψήφιση Συντάγματος, τις διατάξεις του οποίου ωστόσο επιχειρούσε, ευκαιρίας δοθείσης, να παρακάμπτει. Επί της βασιλείας του τέθηκαν οι βάσεις του νεοελληνικού κράτους, εντούτοις, παρά τις ειλικρινείς του προθέσεις έναντι της Ελλάδας και τους ρομαντικούς του οραματισμούς, ο Όθωνας φάνηκε να μην διαθέτει τις πνευματικές και πολιτικές ικανότητες που απαιτούσαν οι καιροί. Οι αλυτρωτικές του βλέψεις για την απελευθέρωση των Ελλήνων που παρέμεναν στην Οθωμανική επικράτεια, χωρίς να μεριμνήσει για την δημιουργία προηγουμένως των κατάλληλων προϋποθέσεων, τόσο από πλευράς οργάνωσης και ανάπτυξης της χώρας, όσο και από πλευράς διπλωματικών κινήσεων, τον έφεραν σε αντιδικία με ορισμένες από τις Μεγάλες Δυνάμεις, ιδίως κατά την εποχή του Κριμαϊκού πολέμου. Συχνά επίσης ήρθε σε σύγκρουση με τους υπηκόους του, λόγω της αυταρχικής άσκησης της εξουσίας, των αυθαιρεσιών και των διώξεων των πολιτικών αντιπάλων του θρόνου. Σημαντικό εξάλλου πρόβλημα υπήρξε και η απουσία τέκνων από τον γάμο του με την πριγκίπισσα Αμαλία του Ολτεμπουργκ, απουσία που άφηνε εκκρεμές το ζήτημα της μελλοντικής διαδοχής του. Μια σειρά αιματηρών εξεγέρσεων που κατέληξαν στην Επανάσταση του 1862, τον εξανάγκασαν να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να επιστρέψει στη Βαυαρία, όπου και πέθανε πέντε χρόνια αργότερα, σε ηλικία 53 ετών.
 +
 
 +
{{#newBox:}}
 +
==Christiane Lüth==
 +
H  Christiane Lüth (1817-1900) από το Gurre της Δανίας συνόδευσε τον σύζυγό της Γερμανό προτεστάντη θεολόγο Asmus Heinrich Friedrich Lüth το 1839 στην Αθήνα, όταν εκείνος διορίστηκε προσωπικός ιερέας της Βασίλισσας Αμαλίας. Έζησε στην Ελλάδα μέχρι το 1852 και όλο αυτό το διάστημα κρατούσε ημερολόγιο, το οποίο προσφέρει μια ζωηρή και διεισδυτική ματιά, με κριτικό πνεύμα, στην Ελλάδα της εποχής εκείνης και ιδίως στην καθημερινότητα του μικρόκοσμου της βασιλικής αυλής και της κοινότητας των ξένων που είχαν τότε εγκατασταθεί στην Αθήνα. Τα τέσσερα παιδιά της γεννήθηκαν στην Ελλάδα, και δύο από αυτά πέθαναν εδώ σε μικρή ηλικία, γεγονός όχι ασυνήθιστο σε μια εποχή που η βρεφική και παιδική θνησιμότητα παρέμενε υψηλή. Οι τάφοι τους (Iutta Lüth +1844 και Dionysius Lüth +1850), βρίσκονται σε λίγων μέτρων απόσταση από εκείνον της Nordenflycht.
  
Στον τάφο της ανεγέρθηκε ένα απέριττο μνημείο σχεδιασμένο από τον Δανό αρχιτέκτονα Christian Hansen. [4*] Αποτελείται από έναν τρίφυλλο μνημειακό εραλδικό σταυρό (croix tréflée) με γοτθική διακόσμηση, στη μια πλευρά του οποίου είναι χαραγμένο το όνομά της και στην άλλη ένα απόσπασμα από την Αποκάλυψη του Ιωάννη: «Selig sind die Todten, die in dem Herrn Sterben» («Μακάριοι οι νεκροί οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες»). [5*]
+
{{#newBox:}}
 +
==Hans Christian Hansen==
 +
Ο Hans Christian Hansen (1803-1883) γεννήθηκε στην Κοπεγχάγη και σπούδασε στην Βασιλική Δανέζικη Ακαδημία Καλών Τεχνών (Det Kongelige Danske Kunstakademi), προτού έλθει το 1833 στην Ελλάδα, όπου τον ακολούθησε αργότερα και ο μικρότερος αδελφός του, επίσης αρχιτέκτονας, Theophil Hansen (1813-1891). Ανάμεσα στα έργα του H. Ch. Hansen στην Ελλάδα, ξεχωρίζει το Πανεπιστήμιο Αθηνών που, μαζί με την Ακαδημία Αθηνών και την Εθνική Βιβλιοθήκη που σχεδίασε ο αδελφός του, αποτελούν τη λεγόμενη «Αθηναϊκή Τριλογία» επί της οδού Πανεπιστημίου, ένα διεθνούς φήμης εμβληματικό νεοκλασικό σύνολο. Προκειμένου να τιμηθεί η συμβολή των αδελφών Hansen στην αρχιτεκτονική εξέλιξη της Αθήνας, το επώνυμό τους δόθηκε σε μια πάροδο της οδού Πατησίων.
  
 
{{#newBox:}}
 
{{#newBox:}}

Version vom 23. Mai 2016, 02:52 Uhr

Μνημείο Bernhard Ornstein. Φωτογραφία: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης © Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

Η βαρώνη Julia von Nordenflycht (Ιουλία Νορδενπφλιχ / Νορντενπφλυχτ) υπήρξε Γερμανίδα κυρία επί των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας [1*]. Γεννήθηκε το 1787 στο Minden της Πρωσίας, από οικογένεια κρατικών αξιωματούχων. Ήταν μικρανεψιά της διάσημης ποιήτριας και πρώιμης «φεμινίστριας» Charlotte von Nordenflycht, ενώ έγραψε και η ίδια ποιήματα που της εξασφάλισαν μια σελίδα στην τρίτομη εγκυκλοπαίδεια της Γερμανικής λογοτεχνίας του Schindel (1825). Συμμετείχε επίσης στην ομάδα που μετέφρασε τα Άπαντα του Byron στα Γερμανικά (1828).

Όταν η πριγκίπισσα Αμαλία του Ολδεμβούργου έχασε σε μικρή ηλικία τη μητέρα της, η Nordenflycht προσλήφθηκε ως παιδαγωγός της και έμεινε κοντά της για τα είκοσι δύο επόμενα χρόνια. Μετά τον γάμο της Αμαλίας με τον βασιλιά Όθωνα [2*], τους ακολούθησε ως κυρία επί των τιμών το Φεβρουάριο του 1837 στην Αθήνα, όπου και παρέμεινε ως το τέλος της ζωής της.

Εγκαταστάθηκε μαζί με το βασιλικό ζεύγος στην οικία Δεκόζη-Βούρου της πλατείας Κλαυθμώνος, που χρησίμευσε ως προσωρινή βασιλική κατοικία κατά το διάστημα 1837-1843, ώσπου να οικοδομηθούν τα οριστικά ανάκτορα (η σημερινή Βουλή). Η Δανέζα Christiane Lüth, σύζυγος του προτεστάντη ιεροκήρυκα της Αμαλίας [3*] την θυμάται ως μια «ηλικιωμένη κυρία που οι Έλληνες αποκαλούσαν ‘νταντά της βασίλισσας’», η οποία «ήταν ακούραστη», προσπαθώντας να βοηθήσει όσους μπορούσε.

Παρά την προχωρημένη για τα τότε δεδομένα ηλικία της (υπερπεντηκοντούτις) συνόδευσε επανειλημμένα τη νεαρή βασίλισσα κατά τις περιοδείες της στις επαρχίες του αρτισύστατου Βασιλείου, επισκεπτόμενη μαζί της όχι μόνο τις προσιτές δια θαλάσσης παράλιες πόλεις και τα νησιά, αλλά και το εσωτερικό της ηπειρωτικής χώρας (Καρπενήσι, Τρίπολη, Ανδρίτσαινα, Καρύταινα κ.τ.λ.), έφιππη μέσα από δύσβατα μονοπάτια, «εις πολυημέρους αναβάσεις επί των αποτόμων ορεινών ράχεων, δια μέσου μεγαλοπρεπούς και επιβλητικής φύσεως και εις καθόδους δια κρημνών και αβύσσων», διανυκτερεύοντας σε ευάερες καλύβες χωρικών και σκοτεινά κελιά μοναστηριών, άλλοτε τρέμοντας «εκ της βροχής και του ψυχρού ανέμου» και άλλοτε υποφέροντας στους 32 βαθμούς υπό σκιάν, οπότε «αναλύονται αι σκέψεις και αι πνευματικαί μας δυνάμεις εις βαθμόν, ώστε να μη μένη τίποτε στερεόν», χωρίς να αποφύγει άλλωστε ατυχήματα και ασθένειες.

Η πυκνή αλληλογραφία της Nordenflycht με την φίλη της von Sahorst (δημοσιευμένη στα γερμανικά το 1845 και μεταφρασμένη στα ελληνικά το 1922), αποτελεί γλαφυρή και πλούσια πηγή πληροφοριών και εικόνων των πρώτων ετών της μετεπαναστατικής Ελλάδας. Από την πρώτη στιγμή εξάλλου προσπάθησε να μάθει ελληνικά, τα οποία, κατά την Αμαλία, μιλούσε «χωρίς να διστάζει και όπως-όπως», ενώ ενδιαφέρον έχει και η υιοθέτηση της κριτικής έναντι της «βαυαροκρατίας», όπως την μεταφέρει στη φίλη της : «’Αλλά’, λέγουσι οι Έλληνες, ‘διατί να διοικώμεθα υπό Βαυαρού υπαλλήλου; Δεν γνωρίζωμεν ημείς κάλλιον των ξένων τον τόπον μας και τας ανάγκας του;’».

Μνημείο Bernhard Ornstein. Φωτογραφία: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης © Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

Ο θάνατός της Nordenflycht, στις 10 Ιουλίου 1842 (ν.η.), προκάλεσε ευρύτερη συγκίνηση, καθώς ήταν αγαπητή και δεν είχε δώσει αφορμές δυσαρέσκειας, αποφεύγοντας οιανδήποτε ανάμιξη σε αυλικές δολοπλοκίες. Σε δημοσιεύματα του αθηναϊκού τύπου, επαινέθηκαν τα προτερήματά της, μεταξύ των οποίων η «χρηστή και καλοκάγαθος διαγωγή της, η καλοσύνη και η φιλανθρωπία της», ενώ υπογραμμίστηκε ότι «ηγάπα τους Έλληνας ουχί δια των λόγων, αλλά δια της καρδίας», και ότι υπήρξε «υπέρμαχος των Ελληνίδων», τις οποίες προσπάθησε να δραστηριοποιήσει οργανωμένα στο δημόσιο χώρο, μέσα από εταιρείες αγαθοεργίας, μια πρωτοβουλία ρηξικέλευθη για τα ως τότε ήθη του τόπου. Η απώλεια υπήρξε ιδιαίτερα οδυνηρή για την Αμαλία. Γράφοντας «με βαριά καρδιά και τον πόνο να την πνίγει», στον πατέρα της, τον Μεγάλο Δούκα Παύλο Φρειδερίκο Αύγουστο του Ολδεμβούργου, υπογράμμιζε το κενό «που τίποτε δεν θα αναπληρώσει», βιώνοντας κατ’ ουσίαν μια δεύτερη ορφάνια, καθώς η Nordenflycht την αγαπούσε «όσο μια μητέρα μπορεί να αγαπήσει το παιδί της».

Την κηδεία της παρακολούθησαν οι αυλικοί, τα μέλη της κυβέρνησης και του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και πλήθος κόσμου, ενώ επικήδειους εκφώνησαν ο ιεροκήρυκας της Αμαλίας Asmus Heinrich Friedrich Lüth και ο Δανός πάστορας Christen Madsen Oersted.

Στον τάφο της ανεγέρθηκε ένα απέριττο μνημείο σχεδιασμένο από τον Δανό αρχιτέκτονα Christian Hansen. [4*] Αποτελείται από έναν τρίφυλλο μνημειακό εραλδικό σταυρό (croix tréflée) με γοτθική διακόσμηση, στη μια πλευρά του οποίου είναι χαραγμένο το όνομά της και στην άλλη ένα απόσπασμα από την Αποκάλυψη του Ιωάννη: «Selig sind die Todten, die in dem Herrn Sterben» («Μακάριοι οι νεκροί οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες»). [5*]

Ο Γερμανός γλύπτης Christian Siegel (1803-1883) που ζούσε τότε στην Αθήνα, σμίλεψε την προτομή της Nordenflycht για το μπουντουάρ της Αμαλίας. Σημειωτέον ότι ο τάφος του Siegel, που υπήρξε στη συνέχεια ένας από τους πρώτους καθηγητές της Σχολής Καλών Τεχνών, βρίσκεται σήμερα επίσης σε λίγων μέτρων απόσταση από εκείνον της Nordenflycht.

Amalie Marie Friederike von Oldenbur

Η Αμαλία (Amalie Marie Friederike von Oldenburg, 1818-1875), ήταν κόρη του Μεγάλου Δούκα Παύλου Φρειδερίκου Αύγουστου του Όλντενμπουργκ, η οποία σε ηλικία 18 ετών παντρεύτηκε τον Βασιλιά Όθωνα και ήρθε στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1837. Φύση ζωηρή και πνεύμα διεισδυτικό, έδειξε ενδιαφέρον για τη νέα της πατρίδα και πιστώνεται, μεταξύ άλλων, με την δημιουργία του κήπου των ανακτόρων (σήμερα Εθνικού Κήπου) και του κτήματος της Επταλόφου στο Ίλιον (Πύργος Βασιλίσσης), που παραμένουν δύο από τους σημαντικότερους πνεύμονες πρασίνου της Αττικής. Η Επανάσταση του 1843 τερμάτισε την ανέμελη περίοδο της ζωής της και έστρεψε το ενδιαφέρον της στην πολιτική, αποκαλύπτοντας αξιοσημείωτες ικανότητες σε αυτό τον τομέα. Η θεληματική της προσωπικότητα, οι πολιτικές της παρεμβάσεις και ο αυταρχισμός της προκάλεσαν ωστόσο στο θρόνο περισσότερα προβλήματα απ' όσα έλυσαν, με αποτέλεσμα να στοχοποιηθεί ιδιαίτερα από το αντιμοναρχικό κίνημα, με αποκορύφωμα την απόπειρα κατά της ζωής της, το 1861. Μετά την Επανάσταση του 1862 ακολούθησε τον σύζυγό της στη Βαυαρία, όπου και πέθανε σε ηλικία 58 ετών.

Otto Friedrich Ludwig von Wittelsbach

Ο Όθων (Otto Friedrich Ludwig von Wittelsbach, 1815-1867), ήταν δευτερότοκος γιος του Βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄, ενός από τους ελάχιστους Ευρωπαίους μονάρχες που είχε υποστηρίξει εξαρχής την Ελληνική Επανάσταση του 1821 κατά της Οθωμανικής κυριαρχίας. Μετά την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Ελλάδας από τις τότε Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία), οι τελευταίες επέλεξαν το 1832, κατά την Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, τον Όθωνα ως Βασιλιά του νεοσύστατου Ελληνικού Βασιλείου. Ο μόλις 17χρονος νέος μονάρχης αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο το 1833, συνοδευόμενος από βαυαρικά στρατεύματα. Δεδομένου ότι ήταν ανήλικος, στο διάστημα 1833-1835 επιτροπευόταν από μια τριμελή βαυαρική Αντιβασιλεία, ενώ βαυαροί αξιωματούχοι κατέλαβαν επίσης σημαντικές θέσεις στο στρατό και στην δημόσια διοίκηση (η αποκαλούμενη "Βαυαροκρατία"). Κατά την πρώτη δεκαετία, η βασιλική εξουσία ασκήθηκε χωρίς περιορισμούς (απόλυτη μοναρχία), αλλά με την Επανάσταση του 1843, ο Όθωνας εξαναγκάστηκε να δεχθεί την απομάκρυνση όλων των Βαυαρών από τον κρατικό μηχανισμό και την ψήφιση Συντάγματος, τις διατάξεις του οποίου ωστόσο επιχειρούσε, ευκαιρίας δοθείσης, να παρακάμπτει. Επί της βασιλείας του τέθηκαν οι βάσεις του νεοελληνικού κράτους, εντούτοις, παρά τις ειλικρινείς του προθέσεις έναντι της Ελλάδας και τους ρομαντικούς του οραματισμούς, ο Όθωνας φάνηκε να μην διαθέτει τις πνευματικές και πολιτικές ικανότητες που απαιτούσαν οι καιροί. Οι αλυτρωτικές του βλέψεις για την απελευθέρωση των Ελλήνων που παρέμεναν στην Οθωμανική επικράτεια, χωρίς να μεριμνήσει για την δημιουργία προηγουμένως των κατάλληλων προϋποθέσεων, τόσο από πλευράς οργάνωσης και ανάπτυξης της χώρας, όσο και από πλευράς διπλωματικών κινήσεων, τον έφεραν σε αντιδικία με ορισμένες από τις Μεγάλες Δυνάμεις, ιδίως κατά την εποχή του Κριμαϊκού πολέμου. Συχνά επίσης ήρθε σε σύγκρουση με τους υπηκόους του, λόγω της αυταρχικής άσκησης της εξουσίας, των αυθαιρεσιών και των διώξεων των πολιτικών αντιπάλων του θρόνου. Σημαντικό εξάλλου πρόβλημα υπήρξε και η απουσία τέκνων από τον γάμο του με την πριγκίπισσα Αμαλία του Ολτεμπουργκ, απουσία που άφηνε εκκρεμές το ζήτημα της μελλοντικής διαδοχής του. Μια σειρά αιματηρών εξεγέρσεων που κατέληξαν στην Επανάσταση του 1862, τον εξανάγκασαν να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να επιστρέψει στη Βαυαρία, όπου και πέθανε πέντε χρόνια αργότερα, σε ηλικία 53 ετών.

Christiane Lüth

H Christiane Lüth (1817-1900) από το Gurre της Δανίας συνόδευσε τον σύζυγό της Γερμανό προτεστάντη θεολόγο Asmus Heinrich Friedrich Lüth το 1839 στην Αθήνα, όταν εκείνος διορίστηκε προσωπικός ιερέας της Βασίλισσας Αμαλίας. Έζησε στην Ελλάδα μέχρι το 1852 και όλο αυτό το διάστημα κρατούσε ημερολόγιο, το οποίο προσφέρει μια ζωηρή και διεισδυτική ματιά, με κριτικό πνεύμα, στην Ελλάδα της εποχής εκείνης και ιδίως στην καθημερινότητα του μικρόκοσμου της βασιλικής αυλής και της κοινότητας των ξένων που είχαν τότε εγκατασταθεί στην Αθήνα. Τα τέσσερα παιδιά της γεννήθηκαν στην Ελλάδα, και δύο από αυτά πέθαναν εδώ σε μικρή ηλικία, γεγονός όχι ασυνήθιστο σε μια εποχή που η βρεφική και παιδική θνησιμότητα παρέμενε υψηλή. Οι τάφοι τους (Iutta Lüth +1844 και Dionysius Lüth +1850), βρίσκονται σε λίγων μέτρων απόσταση από εκείνον της Nordenflycht.

Hans Christian Hansen

Ο Hans Christian Hansen (1803-1883) γεννήθηκε στην Κοπεγχάγη και σπούδασε στην Βασιλική Δανέζικη Ακαδημία Καλών Τεχνών (Det Kongelige Danske Kunstakademi), προτού έλθει το 1833 στην Ελλάδα, όπου τον ακολούθησε αργότερα και ο μικρότερος αδελφός του, επίσης αρχιτέκτονας, Theophil Hansen (1813-1891). Ανάμεσα στα έργα του H. Ch. Hansen στην Ελλάδα, ξεχωρίζει το Πανεπιστήμιο Αθηνών που, μαζί με την Ακαδημία Αθηνών και την Εθνική Βιβλιοθήκη που σχεδίασε ο αδελφός του, αποτελούν τη λεγόμενη «Αθηναϊκή Τριλογία» επί της οδού Πανεπιστημίου, ένα διεθνούς φήμης εμβληματικό νεοκλασικό σύνολο. Προκειμένου να τιμηθεί η συμβολή των αδελφών Hansen στην αρχιτεκτονική εξέλιξη της Αθήνας, το επώνυμό τους δόθηκε σε μια πάροδο της οδού Πατησίων.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

C. W. O. von Schindel, Die deutschen Schriftstellerinnen des neunzehnten Jahrhunderts, τ. 2ος, Λειψία 1825.

Νεκρολογίες για την Julia von Nordenflycht, δημοσιευμένες στις αθηναϊκές εφημερίδες Αιών, 1 Ιουλίου 1842, Ανεξάρτητος, 5 Ιουλίου 1842 και Ελληνικός Παρατηρητής-L’ Observateur Grec, 7/19 Ιουλίου 1842.

J. C. Hinrich, Briefe einer Hofdame in Athen an eine Freundin in Deutschland 1837-1842, Λειψία, 1845.

Κ. Τσαουσόπουλος (μτφρ.), «Επιστολαί κυρίας της τιμής εν Αθήναις προς φίλην της εν Γερμανία (1837-1842), Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος 8 (1922).

Σωτηρία Αλιμπέρτη, Αμαλία η βασίλισσα της Ελλάδος, Αθήνα 1896.

W. Ochsenbein, Die Aufnahme Lord Byrons in Deutschland und sein Einfluß auf den jungen Heine, Bern 1905.

Χριστιάνα Λυτ, Μια Δανέζα στην Αυλή του Όθωνα, Αθήνα 2η έκδ. 1988.

Βάνα Μπούσε, Μίχαελ Μπούσε (μετάφρ., επιμ.), Ανέκδοτες επιστολές της βασίλισσας Αμαλίας στον πατέρα της, 1836-1853, 2 τόμοι, Αθήνα 2011.

Τοποθεσία

Μνημείο Julia von Nordenflycht
Α’ Νεκροταφείο, Προτεσταντικό Τμήμα, σειρά E
Αθήνα


Μνημείο Julia von Nordenflycht Α’ Νεκροταφείο, Προτεσταντικό Τμήμα, σειρά E, Αθήνα