Griechenland:Μνημείο Marie Weber: Unterschied zwischen den Versionen
(Die Seite wurde neu angelegt: „[[Datei:GRIECHENLAND_WEBER_1_LK.jpg|200px|thumb|left|Μνημείο Marie Weber. Φωτογραφία: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης © Εθνικό…“) |
|||
Zeile 33: | Zeile 33: | ||
==Τοποθεσία== | ==Τοποθεσία== | ||
<b>Μνημείο Marie Weber</b><br/> | <b>Μνημείο Marie Weber</b><br/> | ||
− | Α’ Νεκροταφείο | + | Α’ Νεκροταφείο (τμήμα 8ο, αρ. 388) <br/> |
+ | Τριβωνιανού 29 & Αναπαύσεως <br/> | ||
Αθήνα | Αθήνα |
Version vom 18. August 2016, 12:53 Uhr
Η Marie Weber (Μαίρη Βέμπερ, 1873-1893) ήταν μια εικοσάχρονη Γερμανίδα, της οποίας η αυτοκτονία στην Ακρόπολη άφησε εποχή στην Αθηναϊκή κοινωνία του τέλους του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στο Βερολίνο και ο πατέρας της ήταν κυνηγός στην υπηρεσία του αυτοκράτορα της Γερμανίας Γουλιέλμου Β’. Το 1891 ήλθε στην Ελλάδα και προσλήφθηκε από την σύζυγο του διαδόχου Κωνσταντίνου πριγκίπισσα Σοφία, ως γκουβερνάντα του νεογέννητου τότε πρωτότοκου γιού τους πρίγκιπα Γεώργιου (κατόπιν βασιλιά Γεωργίου Β΄, 1890-1947). Στα δημοσιεύματα της εποχής χαρακτηρίζεται ως «αληθής τύπος ποιητικής Γκρέτχεν» (παρομοίωση αναφερόμενη στην Gretchen, πρωταγωνίστρια του Faust του Goethe), περιγράφεται δε ως «νεάνις ευειδεστάτη, με γαλανούς οφθαλμούς και κόμην ξανθήν ως χρυσίζουσα» «χαρακτήρος φαιδρού, εύθυμος και χαριεστάτη», αλλού όμως «κράσεως μελαγχολικής».
Το 1892 γνωρίστηκε με τον 22χρονο δόκιμο ανθυπίατρο Μιχαήλ Μιμήκο και «ηράσθησαν εμμανώς», παρά τις δυσχέρειες που προκαλούσε η θέση της κοπέλας στη βασιλική αυλή. Όταν όμως η Weber ανήγγειλε στους γονείς της την πρόθεσή της να παντρευτεί, εκείνοι την απέτρεψαν καλώντας την να επιστρέψει στο Βερολίνο. Η εξέλιξη αυτή συνδυάστηκε με μια σειρά συμπτώσεων που δημιούργησαν στην νεαρή Γερμανίδα την εντύπωση ότι ο εραστής της την εγκατέλειψε.
Κατόπιν αυτού, το πρωί της 25ης Φεβρουαρίου 1893 (9ης Μαρτίου ν.η.), η Marie Weber εμφανίστηκε στην Ακρόπολη και ανέβηκε στο αέτωμα του Παρθενώνα (κάτι που τότε επιτρεπόταν, κατόπιν αδείας των φυλάκων) απ’ όπου, «ρίψασα εις τα πέριξ βλέμμα μελαγχολικόν», αφέθηκε να καταπέσει στο λιθόστρωτο μεταξύ του προδόμου και του περιστυλίου του ναού. Με πολλαπλά τραύματα, μεταφέρθηκε από τους παριστάμενους στο κοντινό Στρατιωτικό Νοσοκομείο (Μακρυγιάννη), όπου λίγο αργότερα εξέπνευσε. Πληροφορούμενος το γεγονός, ο Μιμήκος έσπευσε κοντά στη νεκρή, και εν συνεχεία επέστρεψε στο σπίτι του, όπου τα ξημερώματα της 26ης Φεβρουαρίου 1893 αυτοπυροβολήθηκε θανάσιμα με το υπηρεσιακό του περίστροφο.
Ο θάνατός τους προκάλεσε βαθιά συγκίνηση στην Αθηναϊκή κοινωνία και οι κηδείες τους, που έγιναν με έξι ωρών διαφορά, συγκέντρωσαν πλήθος κόσμου. Τάφηκαν σε λίγων μέτρων απόσταση και ο ρομαντικός ποιητής Παναγιώτης Συνοδινός εκφώνησε τον επικήδειο. Λίγες ημέρες αργότερα οι φίλοι του ζευγαριού μετακίνησαν το σώμα του νεαρού αξιωματικού, ενταφιάζοντάς το στο πλευρό της κοπέλας.
Το ερωτικό δράμα των δύο νέων ενέπνευσε στιχουργήματα και λαϊκά ρομάντζα ευρείας κυκλοφορίας, ακόμη και κινηματογραφικό έργο (1958), ενώ για χρόνια ο τάφος τους είχε γίνει τόπος προσκυνήματος ερωτευμένων ζευγαριών. Εκεί, οι φίλοι τους έχουν τοποθετήσει μια πλάκα που εικονίζει δύο καρδιές (σε ανατομική απόδοση) συνοδευόμενες από το δίστιχο «Καρδιαίς, αν σμίξουνε στη γη σαν τις καρδιαίς μας πάλι / Να μη χωρίσουν ποτέ η μία από την άλλη», με την υπογραφή «Οι εν ουρανώ ερασταί Μαίρη και Μιχαήλ / Μηνί φεβρουαρίω φθίνοντι εν 1893 έτει».