Εθνικό Θέατρο

Aus goethe.de
Version vom 25. April 2016, 08:19 Uhr von Alex Giannakidis (Diskussion | Beiträge) (Die Seite wurde neu angelegt: „Το πρόβλημα της ανυπαρξίας μόνιμου κρατικού θεάτρου ήταν αντικείμενο συζητήσεων σε όλη …“)

(Unterschied) ← Nächstältere Version | Aktuelle Version (Unterschied) | Nächstjüngere Version → (Unterschied)
Wechseln zu: Navigation, Suche

Το πρόβλημα της ανυπαρξίας μόνιμου κρατικού θεάτρου ήταν αντικείμενο συζητήσεων σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και η τελική λύση που δόθηκε, με την ίδρυση του Εθνικού (τότε Βασιλικού) Θεάτρου, προήλθε κυρίως από πρωτοβουλία του Γεωργίου Α', ο οποίος συνεισέφερε και οικονομικά, ενώ παράλληλα αξιοποιήθηκαν οι προσφορές ευκατάστατων Ελλήνων ομογενών. Το έργο ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα Ernst Ziller, ο οποίος το έφερε εις πέρας μεταξύ των ετών 1891-1901.

Ο Ernst Ziller (Ερνέστος Τσίλλερ, 1837-1923) υπήρξε Γερμανός αρχιτέκτονας που δραστηριοποιήθηκε στην Ελλάδα κατά το δεύτερο μισό του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα.[*] Εκκινώντας από το νεοκλασικό πρότυπο, όπως αυτό εγκλιματίστηκε στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, το συνδύασε ευρηματικά με στοιχεία της Ιταλικής νέο-αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής παράδοσης, με το Γερμανικό μπαρόκ, με νέο-βυζαντινές, νέο-γοτθικές και νέο-ρωμανικές επιρροές, ακόμη και με πινελιές Art Nouveau, στο πνεύμα ενός ιδιαίτερου εκλεκτικισμού, που έδωσε την σφραγίδα του στην ελληνική πρωτεύουσα και επέδρασε ευρύτερα δημιουργώντας «σχολή», με αποτέλεσμα αυτό που χαρακτηρίζουμε ως η «Αθήνα του Ziller».

Ο Ziller είχε ήδη προηγουμένως σχεδιάσει τα θέατρα της Πάτρας και της Ζακύνθου (που καταστράφηκε στο σεισμό του 1953), καθώς και το Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας (που κατεδαφίστηκε επί δικτατορίας Μεταξά). Στην περίπτωση του Εθνικού Θεάτρου, προσπάθησε να διαχειριστεί την έντονη κλίση και το μικρό μέγεθος ενός προβληματικού οικοπέδου (το οποίο αγοράστηκε πανάκριβα από τον ιδιοκτήτη του, τον γερμανικής καταγωγής αυλικό Νικόλαο Θων), δίνοντας με δεξιοτεχνία μια ευφάνταστη λύση στο μεγαλοπρεπές εκλεκτικιστικό κτίριο, που κινείται ρυθμολογικά στο πνεύμα του Γερμανικού νεομπαρόκ.

Το κτίριο υπέστη ποικίλες διασκευές στη διάρκεια του 20ού αιώνα, στη διάρκεια των οποίων αφαιρέθηκαν τα έξι αρχαία αγάλματα που υπήρχαν αρχικά στη στέψη του. Το 1961-1963 επεκτάθηκε, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Βασίλειου Δούρου (1904-1981), πάντοτε μέσα στο πνεύμα του Ziller, ενώ στις αρχές του 21ου αιώνα πραγματοποιήθηκε μια ακόμη εκτεταμένη ανακαίνισή του.