Το τελευταίο θέατρο που σχεδίασε ο Ερνέστος Τσίλερ (Ernst Ziller), χτίστηκε την περίοδο 1891- 1901. Aκολουθεί εξωτερικά, το πρότυπο της Βιβλιοθήκης του Αδριανού, ως προς την εσωτερική διαμόρφωση δε, την παράδοση των γερμανικών θεάτρων που δίνουν έμφαση στη σκηνή κι όχι τόσο στην αίθουσα.
Δεδομένης της απουσίας μόνιμου κρατικού θεάτρου, ο βασιλιάς Γεώργιος Α' πήρε την πρωτοβουλία να ιδρύσει το Βασιλικό Θέατρο, σήμερα γνωστό ως Εθνικό Θέατρο. Για την κατασκευή του αξιοποιήθηκαν δωρεές ευκατάστατων Ελλήνων του εξωτερικού, όπως η οικογένεια Ράλλη του ομώνυμου εμπορικού οίκου του Λονδίνου, καθώς επίσης και οι τραπεζίτες Ε. Ευγενίδης και Μ. Κοριαλένιος.
Ο σχεδιασμός του κτιρίου ανατέθηκε στον δημοφιλή και δραστήριο Ερνέστο Τσίλερ, ο οποίος προηγουμένως είχε βάλει τη σφραγίδα του στα θέατρα της Πάτρας και της Ζακύνθου (που καταστράφηκε στο σεισμό του 1953), καθώς και στο Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας (που κατεδαφίστηκε επί δικτατορίας Μεταξά).
Για την ανέγερση του νέου θεάτρου επελέγη ένα οικόπεδο μικρών σχετικά διαστάσεων μακριά από το κέντρο της πόλης, το οποίο αγοράστηκε σε υψηλή τιμή από τον γερμανικής καταγωγής αυλικό Νικόλαο Θων, που αργότερα διετέλεσε και διευθυντής του θεάτρου. Ο Τσίλερ έδωσε μια ευφάνταστη λύση στην έντονη κλίση του οικοπέδου, με αποτέλεσμα το μεγαλοπρεπές εκλεκτικιστικό κτίριο που κινείται στο πνεύμα του γερμανικού νεομπαρόκ.
Τα εγκαίνια του Βασιλικού Θεάτρου πραγματοποιήθηκαν στις 24 Νοεμβρίου 1901, με παραστάσεις: τον μονόλογο από το έργο του Δημήτρη Βερναρδάκη “Μαρία Δοξαπατρή” και δύο ελληνικές μονόπρακτες κωμωδίες, τον “Θάνατο του Περικλέους” του Δημήτριου Κορομηλά και το “Ζητείται υπηρέτης” του Χαράλαμπου ΄Αννινου.
Το 1908, το Βασιλικό Θέατρο έκλεισε, ενώ από το 1932, λειτουργεί αδιαλείπτως ως η Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.
Τον 20ό αιώνα το κτίριο υπέστη ποικίλες επεμβάσεις, κατά διάρκεια των οποίων αφαιρέθηκαν τα έξι αρχαία αγάλματα που αρχικά έστεφαν την πρόσοψη του. Την περίοδο 1961-1963, επεκτάθηκε βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Βασίλειου Δούρου (1904-1981), αλλά πάντοτε μέσα στο πνεύμα του Τσίλερ, ενώ στις αρχές του 21ου αιώνα πραγματοποιήθηκε μια ακόμη εκτενής ανακαίνισή του.