Μέγαρο Σταθάτου
Το εκλεκτικιστικό μέγαρο στη διασταύρωση της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας με την οδό Ηροδότου, οικοδομήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, από τον αρχιτέκτονα Ernst Ziller, τα σχέδια του οποίου φέρουν τη χρονολογία 1895.
Ο Ernst Ziller (Ερνέστος Τσίλλερ, 1837-1923) υπήρξε Γερμανός αρχιτέκτονας που δραστηριοποιήθηκε στην Ελλάδα κατά το δεύτερο μισό του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα.[*] Εκκινώντας από το νεοκλασικό πρότυπο, όπως αυτό εγκλιματίστηκε στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, το συνδύασε ευρηματικά με στοιχεία της Ιταλικής νέο-αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής παράδοσης, με το Γερμανικό μπαρόκ, με νέο-βυζαντινές, νέο-γοτθικές και νέο-ρωμανικές επιρροές, ακόμη και με πινελιές Art Nouveau, στο πνεύμα ενός ιδιαίτερου εκλεκτικισμού, που έδωσε την σφραγίδα του στην ελληνική πρωτεύουσα και επέδρασε ευρύτερα δημιουργώντας «σχολή», με αποτέλεσμα αυτό που χαρακτηρίζουμε ως η «Αθήνα του Ziller».
Το συγκεκριμένο κτίριο ανεγέρθηκε για λογαριασμό του καταγόμενου από την Ιθάκη επιχειρηματία και εφοπλιστή Όθωνα Σταθάτου (1843-1925), που είχε δραστηριοποιηθεί στη ναυσιπλοΐα του Δούναβη και της Μαύρης Θάλασσας.
Πρόκειται για μια μεγαλοαστική οικία που αναπτύσσεται σε δύο πτέρυγες, επί μιας αρκετά ιδιόμορφης κάτοψης, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ευρηματικά το προβληματικό σχήμα του οικοπέδου. Από πλευράς τεχνοτροπίας, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα εκλεκτικισμού, όπου οι δωρικοί και κορινθιακοί κίονες αναμιγνύονται με αναγεννησιακά στοιχεία, οι νεοκλασικές αετωματικές επιστέψεις συνυπάρχουν με τα τοξωτά ανοίγματα, και το σύνολο συμπληρώνεται με αγάλματα και πλήθος άλλων περίτεχνων διακοσμητικών λεπτομερειών.
Το 1930, το μέγαρο υπέστη εκτεταμένες επισκευές και εσωτερική ανακαίνιση και τότε προστέθηκαν οι γύψινες διακοσμήσεις στους εσωτερικούς χώρους. Μεταπολεμικά λειτούργησε ως πρεσβεία διαφόρων κρατών και το 1981 περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο, με την πρόθεση να χρησιμοποιηθεί ως ξενώνας υψηλών προσώπων. Σε εφαρμογή αυτής της απόφασης, πραγματοποιήθηκε το 1985-1986 η αποκατάσταση του κτιρίου, σε συνδυασμό με την στατική και αντισεισμική του ενίσχυση και τις απαραίτητες μετατροπές στην εσωτερική του διαρρύθμιση (βάσει μελέτης του αρχιτέκτονα Παύλου Καλλιγά). Τελικώς, όμως, κυρίως για λόγους ασφαλείας και ανεπάρκειας των χώρων, δεν χρησιμοποιήθηκε σύμφωνα με τις αρχικές προθέσεις και από το 1991 στεγάζει τμήμα της συλλογής του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.