Μέγαρο Σταθάτου
Η μεγαλοαστική οικία και έδρα των επιχειρήσεων του ιθακήσιου εφοπλιστή και εμπόρου άνθρακα Όθωνα Σταθάτου (1843-1925), γνωστή ως Μέγαρο Σταθάτου, άρχισε να χτίζεται το 1895 επί σχεδίων του Ernst Ziller και σήμερα στεγάζει μέρος του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.
Ένδειξη της ευρηματικότητας του Ziller, η διώροφη οικία αναπτύσσεται σε δύο πτέρυγες, με υπόγειο και σοφίτα, επί ενός ασύμμετρου οικοπέδου. Αποτελεί δε, χαρακτηριστικό δείγμα εκλεκτικισμού, όπου οι δωρικοί και κορινθιακοί κίονες αναμιγνύονται με αναγεννησιακά στοιχεία, οι νεοκλασικές αετωματικές επιστέψεις συνυπάρχουν με τα τοξωτά ανοίγματα, και το σύνολο συμπληρώνεται με αγάλματα και πλήθος άλλων περίτεχνων διακοσμητικών λεπτομερειών.
Ιδιαίτερη αίσθηση κάνει η κεντρική είσοδος, η οποία τονίζεται από ένα καμπύλο πρόπυλο και μια μεγάλη βεράντα, ενώ ξεχωρίζει για την αναγεννησιακή της διακόσμηση, όπως γιρλάντες από φρούτα και άνθη, την κεφαλή του θεού του εμπορίου, Ερμή, και κιγκλιδώματα με κύκνους και δελφίνια.
Στην μεγαλύτερη από τις δύο πτέρυγες, επί της Βασ. Σοφίας, στο ισόγειο στεγάζονταν τα γραφεία του Όθωνα Σταθάτου και επί της Ηροδότου η κουζίνα και οι βοηθητικοί χώροι, ενώ τα υπνοδωμάτια βρίσκονταν στον όροφο.
Το 1930, το μέγαρο υπέστη εκτεταμένες επισκευές και εσωτερική ανακαίνιση και τότε προστέθηκαν οι γύψινες διακοσμήσεις στους εσωτερικούς χώρους. Μεταπολεμικά λειτούργησε ως πρεσβεία διαφόρων κρατών και το 1981 περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο, με την πρόθεση να χρησιμοποιηθεί ως ξενώνας υψηλών προσώπων. Σε εφαρμογή αυτής της απόφασης, πραγματοποιήθηκε το 1985-1986 η αποκατάσταση του κτιρίου, σε συνδυασμό με την στατική και αντισεισμική του ενίσχυση και τις απαραίτητες μετατροπές στην εσωτερική του διαρρύθμιση (βάσει μελέτης του αρχιτέκτονα Παύλου Καλλιγά).
Τελικώς, όμως, κυρίως για λόγους ασφαλείας και ανεπάρκειας των χώρων, δεν χρησιμοποιήθηκε σύμφωνα με τις αρχικές προθέσεις και από το 1991 στεγάζει τμήμα της συλλογής του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.