Ερρίκος Σλήμαν (Ανασκαφέας)

Aus goethe.de
Version vom 23. Mai 2016, 03:30 Uhr von Alex Giannakidis (Diskussion | Beiträge) (Die Seite wurde neu angelegt: „Ο Heinrich Schliemann (Ερρίκος Σλήμαν/ Σχλήμαν/ Σχλιμάννος, 1822-1890), υπήρξε ενδεχομένως ο διασημότερ…“)

(Unterschied) ← Nächstältere Version | Aktuelle Version (Unterschied) | Nächstjüngere Version → (Unterschied)
Wechseln zu: Navigation, Suche

Ο Heinrich Schliemann (Ερρίκος Σλήμαν/ Σχλήμαν/ Σχλιμάννος, 1822-1890), υπήρξε ενδεχομένως ο διασημότερος ερασιτέχνης ανασκαφέας όλων των εποχών. Γιός προτεστάντη ιερέα, γεννήθηκε στο Neubukow του Μεγάλου Δουκάτου του Mecklenburg-Schwerin, κοντά στη Βαλτική. Ξεκινώντας από δεκατετράχρονος υπάλληλος παντοπωλείου, συνέχισε ως καμαρότος ατμοπλοίου, λογιστής στο Άμστερνταμ, εμπορικός αντιπρόσωπος στην Αγία Πετρούπολη, χρυσοθήρας στην Καλιφόρνια, έμπορος λουλακιού (indigo) και προμηθευτής του Ρωσικού στρατού κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, ούτως ώστε το 1858, σε ηλικία μόλις 36 ετών, έχοντας συγκεντρώσει μεγάλη περιουσία, μπόρεσε να αποσυρθεί από τις επιχειρήσεις και να ασχοληθεί με το παιδικό του όνειρο, την αναζήτηση της αρχαίας Τροίας, θεωρώντας ότι τα Ομηρικά έπη δεν είναι απλή μυθολογία, αλλά απηχούν ιστορικά γεγονότα και αναφέρουν υπαρκτούς τόπους. Χωρίς να πραγματοποιήσει πανεπιστημιακές σπουδές, κατάφερε να αποκτήσει ένα διδακτορικό δίπλωμα «in absentia» το 1869 από το πανεπιστήμιο του Rostock, με μια διατριβή στην οποία υποστήριζε ότι η αρχαία Τροία βρισκόταν στην περιοχή του Hissarlik, μια εκτίμηση που είχε ήδη διατυπωθεί και από άλλους νωρίτερα, χωρίς ωστόσο να τεκμηριωθεί.

Το 1869 ο Schliemann εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και λίγο αργότερα ταξίδεψε στην Τουρκία, όπου ξεκίνησε ανασκαφές στον λόφο του Hissarlik, χρησιμοποιώντας αμφιλεγόμενες μεθόδους και καταστρέφοντας ενδιάμεσα στρώματα, ώσπου το 1873 ανακάλυψε αρχαία τείχη και μια σημαντική ποσότητα χρυσών κοσμημάτων και άλλων πολυτίμων αντικειμένων, που ονόμασε «θησαυρό του Πριάμου» (Schatz des Priamos), πιστεύοντας ότι είχε ανακαλύψει την ομηρική Τροία. Παρά το ότι σήμερα η επιστημονική αρχαιολογία υποστηρίζει με πειστικά επιχειρήματα ότι η Τροία του Schliemann (Τροία II) είναι πολύ παλαιότερη και εκτιμά ότι, εάν υπήρξε η Τροία της εποχής που περιγράφει ο Όμηρος, αυτή βρίσκεται σε ανώτερο επίπεδο (Τροία VIIa), είναι εντούτοις γεγονός ότι το εγχείρημα του Γερμανού ανασκαφέα έλυσε οριστικά το ζήτημα της γεωγραφικής –τουλάχιστον- θέσης του αρχαίου Ιλίου.

Στη συνέχεια ο Schliemann επέστρεψε επανειλημμένα στο Hissarlik, ενώ παράλληλα επιχείρησε ανασκαφές σε διάφορα σημεία της Ελλάδας, όπως στον Ορχομενό, την Ιθάκη, την Τίρυνθα και κυρίως στις Μυκήνες (που είχαν ήδη εν μέρει ανασκαφεί το 1841 από τον Κυριάκο Πιττακή), όπου το 1876 έφερε στο φως προϊστορικούς τάφους και πολύτιμα κτερίσματα, δίνοντας πάλι ομηρικές ονομασίες στα ευρήματά του, όπως το χρυσό «Προσωπείο του Αγαμέμνονα» (Goldmaske des Agamemnon), που σήμερα έχει τεκμηριωθεί ότι είναι πολύ παλαιότερο της εποχής που υποτίθεται ότι έζησε ο Αγαμέμνων. Σε κάθε περίπτωση όμως, οι ανακαλύψεις του έδωσαν μια ώθηση στις αρχαιολογικές έρευνες της προκλασικής Ελλάδας, που απέκτησαν έκτοτε έναν δυναμισμό ο οποίος διατηρείται ακόμη.

Ο Schliemann πέθανε στη Νάπολη της Ιταλίας στις 26 Δεκεμβρίου 1890 (ν.η.), κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού, αφού προηγουμένως πρόλαβε να επισκεφθεί την Πομπηία. Η σορός του μεταφέρθηκε προκειμένου να ταφεί στην Αθήνα, και στη νεκρώσιμη ακολουθία παρέστησαν ο βασιλιάς Γεώργιος Α’, τα μέλη της κυβέρνησης, το διπλωματικό σώμα και η ακαδημαϊκή κοινότητα, ενώ τον επικήδειο εκφώνησε ο συνεργάτης και φίλος του Wilhelm Dörpfeld, διευθυντής του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών. Από τον δεύτερο γάμο του με την Ελληνίδα Σοφία Εγκαστρωμένου (1852–1932) απέκτησε δύο παιδιά, την Ανδρομάχη και τον Αγαμέμνονα. Προς τιμήν του, μια οδός της Αθήνας (στο τέρμα Αχαρνών) ονομάστηκε οδός Ερρίκου Σλήμαν, ενώ δόθηκε και το όνομα της συζύγου του σε μια πάροδο της λεωφόρου Κηφισίας.