Εθνικό Θέατρο
Το τελευταίο θέατρο που σχεδίασε ο Ernst Ziller χτίστηκε την περίοδο 1891- 1901 και ακολουθεί εξωτερικά το πρότυπο της Βιβλιοθήκης του Αδριανού, ως προς την εσωτερική διαμόρφωση δε, την παράδοση των γερμανικών θεάτρων που δίνουν έμφαση στη σκηνή κι όχι τόσο στην αίθουσα.
Η λύση στο πρόβλημα της ανυπαρξίας μόνιμου κρατικού θεάτρου, αντικείμενο συζητήσεων καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, δόθηκε με την η ίδρυση του Εθνικού (τότε Βασιλικού) Θεάτρου, μια πρωτοβουλία του Γεωργίου Α’, που υλοποιήθηκε με οικονομική συνεισφορά του ιδίου αλλά και με δωρεά 10.000 στερλίνων από τον Ευστράτιο Ράλλη, ευκατάστατο Έλληνα που ζούσε στο Λονδίνο.
Tο πρόβλημα της ανυπαρξίας μόνιμου κρατικού θεάτρου έλυσε η ίδρυση του Εθνικού (τότε Βασιλικού) Θεάτρου, με πρωτοβουλία του Γεωργίου Α’. Για την ανέγερσή του αξιοποιήθηκαν οι προσφορές ευκατάστατων Ελλήνων ομογενών, όπως της οικογένειας Ράλλη, του ομώνυμου εμπορικού οίκου του Λονδίνου, καθώς και των τραπεζιτών Ε. Ευγενίδη και Μ. Κοριαλένιου.
Δεδομένης της απουσίας μόνιμου κρατικού θεάτρου, ο βασιλιάς Γεώργιος Α' πήρε την πρωτοβουλία να ιδρύσει το Βασιλικό Θέατρο, το Εθνικό Θέατρο και σήμερα. Για την κατασκευή του ίδιου του κτιρίου, οι δωρεές από πλούσιους Έλληνες του εξωτερικού είχαν ωφεληθεί η οικογένεια Ράλλη ότι μια επώνυμη εταιρεία εμπορίας στο Λονδίνο οδήγησαν καθώς και δωρεές των τραπεζιτών Ευγένιος Ευγενίδης και ο Μαρίνος Korialenios.
Ο σχεδιασμός του κτιρίου ανατέθηκε στον δημοφιλή και δραστήριο Ernst Ziller, ο οποίος προηγουμένως είχε βάλει τη σφραγίδα του στα θέατρα της Πάτρας και της Ζακύνθου (που καταστράφηκε στο σεισμό του 1953), καθώς και στο Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας (που κατεδαφίστηκε επί δικτατορίας Μεταξά).
Για την ανέγερση του νέου θεάτρου επελέγη ένα οικόπεδο μακριά από το κέντρο της πόλης, μικρών σχετικά διαστάσεων και με έντονη κλίση, που αγοράστηκε σε υψηλή τιμή από τον γερμανικής καταγωγής αυλικό Νικόλαο Θων, ο οποίος διετέλεσε αργότερα και διευθυντής του θεάτρου. Σε μια ακόμη πρόκληση για το αρχιτεκτονικό του ταλέντο ο Ziller έδωσε μια ευφάνταστη λύση, με αποτέλεσμα το μεγαλοπρεπές εκλεκτικιστικό κτίριο που κινείται στο πνεύμα του γερμανικού νεομπαρόκ.
Τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν στις 24 Νοεμβρίου 1901, με παραστάσεις τον μονόλογο από το έργο του Δημήτρη Βερναρδάκη “Μαρία Δοξαπατρή” και δύο ελληνικές μονόπρακτες κωμωδίες: τον “Θάνατο του Περικλέους” του Δημήτριου Κορομηλά και το “Ζητείται υπηρέτης” του Χαράλαμπου ΄Αννινου. Το 1908 το θέατρο έκλεισε και από το 1932 λειτουργεί αδιαλείπτως ως η Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.
Το κτίριο υπέστη ποικίλες επεμβάσεις στη διάρκεια του 20ού αιώνα, κατά διάρκεια των οποίων αφαιρέθηκαν τα έξι αρχαία αγάλματα που αρχικά έστεφαν την πρόσοψη του. Το 1961-1963 επεκτάθηκε, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Βασίλειου Δούρου (1904-1981), πάντοτε μέσα στο πνεύμα του Ziller, ενώ στις αρχές του 21ου αιώνα πραγματοποιήθηκε μια ακόμη εκτεταμένη ανακαίνισή του.