Μνημείο Marie Weber
Η θρυλική ερωτική ιστορία του Μιμήκου και της Μαίρης κρύβεται κάτω από έναν απλό μαρμάρινο σταυρό χαραγμένο με το όνομα Marie Weber.
Ένας θυελλώδης και ατελέσφορος έρωτας που αναδείχθηκε σε θρύλο έχει αφήσει τα ίχνη του ανάμεσα στα μνήματα του Α’ Νεκροταφείου. Εύκολα μπορεί να προσπεράσει κάποιος τον απλό μαρμάρινο σταυρό με το όνομα Marie Weber και ίσως να μην προσέξει το ανάγλυφο που βρίσκεται ανάμεσα στα χόρτα. Πάνω του είναι σκαλισμένες δυο καρδιές σε ανατομική απόδοση και ανάμεσά τους το δίστιχο: «Καρδιαίς, αν σμίξουνε στη γη σαν τις καρδιαίς μας πάλι / Να μη χωρίσουν ποτέ η μία από την άλλη», με την υπογραφή «Οι εν ουρανώ ερασταί Μαίρη και Μιχαήλ / Μηνί φεβρουαρίω φθίνοντι εν 1893 έτει».
H Marie Weber (Μαίρη Βέμπερ, 1873-1893), γεννημένη στο Βερολίνο, από πατέρα κυνηγό στην υπηρεσία του αυτοκράτορα της Γερμανίας Γουλιέλμου Β’, ήλθε στην Ελλάδα το 1891, όπου προσλήφθηκε από την σύζυγο του διαδόχου Κωνσταντίνου, πριγκίπισσα Σοφία, ως γκουβερνάντα του νεογέννητου τότε πρωτότοκου γιου τους, πρίγκιπα Γεωργίου (κατόπιν βασιλιά Γεωργίου Β΄, 1890-1947). «Αληθής τύπος ποιητικής Γκρέτχεν» (παρομοίωση αναφερόμενη στην Gretchen, πρωταγωνίστρια του Faust του Goethe) γράφει για την Μαίρη ο Τύπος της εποχής, ενώ αλλού περιγράφεται ως «νεάνις ευειδεστάτη, με γαλανούς οφθαλμούς και κόμην ξανθήν ως χρυσίζουσα», «χαρακτήρος φαιδρού, εύθυμος και χαριεστάτη» και σε άλλα δημοσιεύματα ως «κράσεως μελαγχολικής».
Το ειδύλλιο με το τραγικό τέλος ξεκίνησε το 1892, όταν η Μαίρη γνώρισε τον 22χρονο δόκιμο ανθυπίατρο, Μιχαήλ Μιμήκο. Ο έρως ήταν αμοιβαίος και δυνατός, αλλά όταν η Μαίρη ανακοίνωσε στους γονείς της την πρόθεση της να παντρευτεί, εκείνοι την απέτρεψαν και της ζήτησαν να επιστρέψει στο Βερολίνο. Η στάση των γονιών της σε συνδυασμό με μια σειρά συμπτώσεων που της δημιούργησαν την εντύπωση ότι ο εραστής της την εγκατέλειψε, οδήγησαν τη νεαρή Γερμανίδα στη μοιραία απόφαση.
Το πρωί της 25ης Φεβρουαρίου 1893 (9ης Μαρτίου ν.η.), η Marie Weber ανέβηκε στο αέτωμα του Παρθενώνα (κάτι που τότε επιτρεπόταν, κατόπιν αδείας των φυλάκων) κι έπεσε στο λιθόστρωτο μεταξύ του προδόμου και του περιστυλίου του ναού. Με πολλαπλά τραύματα, μεταφέρθηκε από τους παριστάμενους στο κοντινό Στρατιωτικό Νοσοκομείο (Μακρυγιάννη), όπου λίγο αργότερα εξέπνευσε. Πληροφορούμενος το γεγονός, ο Μιμήκος έσπευσε κοντά στη νεκρή και, τα ξημερώματα της 26ης Φεβρουαρίου 1893, αυτοκτόνησε με το υπηρεσιακό του περίστροφο.
Ο θάνατός τους προκάλεσε βαθιά συγκίνηση στην Αθηναϊκή κοινωνία και οι κηδείες τους, που έγιναν με έξι ώρες διαφορά, συγκέντρωσαν πλήθος κόσμου. Τάφηκαν σε απόσταση λίγων μέτρων και ο ρομαντικός ποιητής Παναγιώτης Συνοδινός εκφώνησε τον επικήδειο. Λίγες ημέρες αργότερα οι φίλοι του ζευγαριού μετακίνησαν το σώμα του νεαρού αξιωματικού, ενταφιάζοντάς το στο πλευρό της κοπέλας.
Το ερωτικό δράμα των δύο νέων ενέπνευσε στιχουργήματα και λαϊκά ρομάντζα ευρείας κυκλοφορίας, ακόμη και κινηματογραφικό έργο (1958), ενώ για χρόνια ο τάφος τους είχε γίνει τόπος προσκυνήματος ερωτευμένων ζευγαριών.