«Petit Palais» (Ιταλική Πρεσβεία)
Ένα από τα ωραιότερα αστικά μέγαρα της εποχής, έργο της ώριμης αρχιτεκτονικής περιόδου του αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ (Ernst Ziller), ανεγέρθηκε περί το 1885, κατόπιν παραγγελίας του τραπεζίτη Στέφανου Ψύχα.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της αρχικά ιδιωτικής κατοικίας του επιχειρηματία Ψύχα, δημιουργία της περιόδου ακμής του αθηναϊκού νεοκλασικισμού, αναδεικνύεται το κεντρικό προστώο προς την πλευρά της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, με την επιβλητική μαρμάρινη είσοδο και τους ιωνικού ρυθμού κίονες. Στον εξώστη κυριαρχούν κίονες με κορινθιακού ρυθμού κιονόκρανα και αετώματα που στέφουν τα ανοίγματα.
Ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα είναι και η ιστορία του κτιρίου, καθώς η οικογένεια Ψύχα δεν κατάφερε να το κρατήσει στην ιδιοκτησία της επί μακρόν. Το 1903 αγοράστηκε από τον γιο του βασιλιά Γεώργιου Α’, πρίγκιπα Νικόλαο (1872 - 1938), ο οποίος, αφού προέβη σε ορισμένες μεταρρυθμίσεις βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Αναστάσιου Μεταξά, εγκαταστάθηκε εκεί το 1904, με τη σύζυγό του Ρωσίδα Μεγάλη Δούκισσα Ελένη Βλαδιμήροβνα (1882-1957), εγγονή του τσάρου Αλέξανδρου Γ’.
Μετά την έξωση της βασιλικής δυναστείας, το 1923, το μέγαρο νοικιάστηκε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως παράρτημα του γειτονικού ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία». Μετασκευάστηκε σε μικρό πολυτελές ξενοδοχείο 60 κλινών που διέθετε γήπεδο τένις και το οποίο λειτούργησε έως το 1933 υπό την ονομασία «Petit Palais» («Μικρό Παλάτι»).
Αργότερα, στέγασε την πρεσβεία της Νορβηγίας και, κατόπιν, της Ιταλίας, οπότε και έγιναν αρκετές αλλαγές στο εσωτερικό του.
Στο συγκεκριμένο κτίριο, που πλέον ανήκει στο ιταλικό κράτος, τη νύχτα της 26ης Οκτωβρίου 1940, δύο μόλις μέρες πριν το τελεσίγραφο του Τσιάνο προς την Ελλάδα και σε μια προσπάθεια παραπλάνησης, ο πρέσβης Εμανουέλε Γκράτσι είχε οργανώσει δεξίωση με αφορμή την πρεμιέρα της όπερας «Μαντάμ Μπάτερφλαϊ» του Πουτσίνι και είχε προσκαλέσει τον γιο του δημιουργού.