Τρεις σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής που άφησαν την σφραγίδα τους στην αρχιτεκτονική και την αρχαιολογική επιστήμη - οι Ερνέστος Τσίλερ (Ernst Ziller), Βίλελμ Ντέρπφελντ (Wilhelm Dörpfeld) και Ερρίκος Σλήμαν (Heinrich Schliemann) - συνέδεσαν το όνομά τους με τη δημιουργία του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου.
Το τριώροφο νεοκλασικό μέγαρο οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1887-1888, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ, στα οποία συνέβαλε και ο τότε διευθυντής του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Βίλελμ Ντέρπφελντ.
Η ανέγερσή του χρηματοδοτήθηκε από τον ανασκαφέα της Τροίας και των Μυκηνών, Ερρίκο Σλήμαν, με σκοπό τη στέγαση του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, του οποίου το παράρτημα στην Αθήνα είχε ιδρυθεί το 1874.
Το μέγαρο μεταβιβάστηκε από τους κληρονόμους του Σλήμαν στην ιδιοκτησία του Γερμανικού κράτους το 1899.
Η αισθητική του κτιρίου διακρίνεται από μια λιτή αυστηρότητα και ακολουθεί τις αρχές του όψιμου κλασικισμού.
Το κτίριο στηρίζεται σε μαρμάρινη βάση. Οι αετωματικές επιστέψεις των ανοιγμάτων του πρώτου ορόφου εναλλάσσονται με τις ευθύγραμμες των ανοιγμάτων του υπερυψωμένου ισογείου.
Ο δεύτερος όροφος κοσμείται από βαθυκόκκινες ορθογώνιες επιφάνειες μεταξύ των ανοιγμάτων, στοιχείο που χαρακτηρίζει ορισμένα από τα κτίρια του Τσίλερ εκείνης της περιόδου, όπως τα ξενοδοχεία «Μέγας Αλέξανδρος» και «Μπάγκειον» στην πλατεία Ομονοίας.
Το εσωτερικό του κτιρίου φέρει πλούσιο ζωγραφικό διάκοσμο που συνάδει με τη λειτουργία του χώρου.