Το διασημότερο από τα έργα του Ερνέστου Τσίλερ (Ernst Ziller) και το πλουσιότερο ιδιωτικό μέγαρο της εποχής του στην Αθήνα, το Ιλίου Μέλαθρον οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1878-1880, για λογαριασμό του Γερμανού ανασκαφέα της Τροίας και των Μυκηνών, Ερρίκου Σλήμαν (Heinrich Schliemann).
Ο Τσίλερ σχεδίασε την αρχοντική κατοικία που είχε ονειρευτεί ο Σλήμαν, με πηγή έμπνευσης την ιταλική νεοαναγεννησιακή αρχιτεκτονική, προσαρμοσμένη στα ελληνικά δεδομένα.
Έτσι, στο αρχιτεκτονικό αυτό κομψοτέχνημα παρατηρούμε να συνυπάρχουν αρμονικά οι τοξοστοιχίες της διώροφης λότζιας (loggia) που δεσπόζει στην πρόσοψη του κτιρίου, με στοιχεία του αθηναϊκού νεοκλασικισμού, όπως οι παραστάδες, τα αετώματα στα ανοίγματα του άνω ορόφου, τα φουρούσια στους εξώστες, ακόμη και τα ιωνικά επίκρανα στις κολώνες της ίδιας της λότζιας.
Δύο ακόμη στοιχεία χαρακτηρίζουν το κτίριο. Το πρώτο, ειδική παραγγελία του ιδιοκτήτη, είναι η εντυπωσιακή μαρμάρινη σκάλα που οδηγεί από τον κήπο στην κύρια είσοδο. Η εξωτερική εικόνα του κτιρίου με τη σκάλα κάποτε συμπληρωνόταν από εικοσιτέσσερα αγάλματα, αντίγραφα ελληνορωμαϊκών πρωτοτύπων, που έστεφαν περιμετρικά το δώμα. Το 1934, όμως, τα αγάλματα αφαιρέθηκαν, με αφορμή την κατάρρευση τμήματός τους στο οδόστρωμα.
Το δεύτερο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του μεγάρου είναι η πλούσια ζωγραφική διακόσμηση του εσωτερικού χώρου, έργο του Σλοβένου ζωγράφου Γιούρι Σούμπιτς (Jurij Šubic). Τα θέματά της αντλούνται κυρίως από την μυθολογία και από τις ανασκαφές της Τροίας και των Μυκηνών και πλαισιώνονται από διακοσμητικά μοτίβα, σε ύφος επηρεασμένο από τις βίλες της Πομπηίας.
Επιπλέον, σε όλους τους χώρους υπάρχουν αρχαιοελληνικές επιγραφές, με αποσπάσματα από τα έπη του Ομήρου και κείμενα άλλων συγγραφέων, τα οποία καθιστούν το κτίριο, όπως περιέγραψε η σύζυγος του ιδιοκτήτη Σοφία Σλήμαν, ένα «σπίτι-βιβλίο».
Το εντυπωσιακό κτίριο ξεχωρίζει όχι μόνο για την αρχιτεκτονική και την εσωτερική του διακόσμηση, αλλά και από τεχνικής απόψεως, καθώς ο αρχιτέκτονας έχει εφαρμόσει αξιοσημείωτες, για τις δυνατότητες τις εποχής, νεωτεριστικές λύσεις, όπως η κεντρική θέρμανση με φωταέριο, σύστημα εξαερισμού σε κάθε αίθουσα και πυρίμαχα οικοδομικά υλικά, που τότε βελτίωναν σημαντικά την πυρασφάλεια του συνόλου.
Μετά τον θάνατο του Ερρίκου Σλήμαν, το μέγαρο παρέμεινε στην ιδιοκτησία της οικογένειάς του μέχρι το 1926, οπότε και πωλήθηκε στο Ελληνικό δημόσιο. Έκτοτε, στέγασε διαδοχικά την Εθνική Πινακοθήκη (1927-1929), το Συμβούλιο Επικρατείας (1929-1934), τον Άρειο Πάγο (1934-1981) και τελικώς το Εφετείο (1981-1982).
Το 1984, το μέγαρο περιήλθε στην δικαιοδοσία του Υπουργείου Πολιτισμού, ενώ, στο διάστημα 1984-2007, πραγματοποιήθηκαν σημαντικές εργασίες αποκατάστασης προκειμένου να φιλοξενήσει το Νομισματικό Μουσείο.