To τετραώροφο μέγαρο της οδού Πανεπιστημίου, στο οποίο στεγάζεται και ο ιστορικός κινηματογράφος Ιντεάλ, οικοδομήθηκε περί το 1900, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ (Ernst Ziller), για λογαριασμό της Ανδρομάχης και του Αγαμέμνονα Σλήμαν, παιδιών του Γερμανού ανασκαφέα της Τροίας και των Μυκηνών Ερρίκου Σλήμαν (Heinrich Schliemann).
Μία από τις αρχιτεκτονικές δημιουργίες του Τσίλερ με τις οποίες εισήγαγε την μεγάλη κλίμακα στην Αθήνα του 1900, το μέγαρο Σλήμαν-Μελά ανήκει στην κατηγορία των πολυώροφων οικοδομών μικτής χρήσης – με κατοικίες, γραφεία, καταστήματα - που κάνουν την εμφάνισή τους εκείνη την εποχή.
Όπως και τα όμοιά του, το Νέο Αρσάκειο της οδού Σταδίου και η Πολυκατοικία Πεσμαζόγλου της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, το Μέγαρο Σλήμαν-Μελά προβλεπόταν να διαθέτει και δύο πυργοειδείς τρούλους, οι οποίοι, όμως, τελικώς δεν κατασκευάστηκαν.
Νεομπαρόκ και νεοκλασικά στοιχεία επικρατούν σε ένα μάλλον λιτό διακοσμητικό σύνολο. Στην πρόσοψη, που χωρίζεται σε τρία τμήματα, αξιοσημείωτες είναι οι εναλλαγές στοιχείων που δημιουργούν ποικιλία, ελαφρύνοντας την μονοτονία των μεγάλων επιφανειών του οικοδομήματος. Παραδείγματος χάριν, τις τοξωτές εισόδους του ισογείου διαδέχονται άλλες που πλαισιώνονται από παραστάδες με ιωνικά επίκρανα. Παρομοίως, οι καμπύλοι εξώστες με τις αετωματικές επιστέψεις του πρώτου ορόφου, εναλλάσσονται με ορθογώνια μπαλκόνια και οριζόντιες επιστέψεις.
Διαφορετική είναι η εικόνα του κτιρίου επί της Χαριλάου Τρικούπη, όπου οι είσοδοι επιστέφονται από αετώματα. Από αυτή την πλευρά, μάλιστα, το Μέγαρο Σλήμαν-Μελά συνορεύει με το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, επίσης δημιουργία του Τσίλερ και ιδιοκτησία του Ερρίκου Σλήμαν, που μεταβιβάστηκε από τους κληρονόμους του στο γερμανικό κράτος το 1899, δηλαδή λίγο πριν χτιστεί το Μέγαρο Σλήμαν-Μελά.
Από την ανέγερσή του, το κτίριο στεγάζει κυρίως γραφεία και καταστήματα. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει ο ιστορικός κινηματογράφος «Ιντεάλ» (1919), μια από τις μεγαλύτερες αίθουσες της Αθήνας και από τις πρώτες που πρόβαλαν «ομιλούσες» ταινίες (1929). Εκεί, επίσης, εδρεύει από την ίδρυσή του (1936) ο ιστορικός εκδοτικός οίκος «Πάπυρος», πρωτοπόρος στις εκδόσεις αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων με παράλληλη μετάφραση στα νέα ελληνικά.