Η μεγαλοαστική οικία και έδρα των επιχειρήσεων του ιθακήσιου εφοπλιστή Όθωνα Σταθάτου (1843-1925), άρχισε να χτίζεται το 1895, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ (Ernst Ziller), και σήμερα στεγάζει τμήμα του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.
Μετά από έντονη δραστηριότητα εμπορίου άνθρακα στον Δούναβη και στη Μαύρη Θάλασσα, όπου είχε προσφέρει εργασία σε εκατοντάδες συμπατριώτες του από την Ιθάκη, ο Όθων Σταθάτος επέστρεψε για λόγους υγείας στην Ελλάδα. Συνέχισε, όμως, να διευθύνει την επιχείρησή του, καθώς και να ενισχύει το ευεργετικό του έργο, από το Μέγαρο που σχεδίασε για λογαριασμό του ο Τσίλερ.
Το κτίριο αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα εκλεκτικισμού, όπου οι δωρικοί και κορινθιακοί κίονες αναμιγνύονται με αναγεννησιακά στοιχεία και οι νεοκλασικές αετωματικές επιστέψεις συνυπάρχουν με τα τοξωτά ανοίγματα.
Ένδειξη της ευρηματικότητας του Τσίλερ, η διώροφη οικία αναπτύσσεται σε δύο πτέρυγες, με υπόγειο και σοφίτα, επί ενός ασύμμετρου οικοπέδου. Στο ισόγειο στεγάζονταν τα γραφεία του εμπόρου, η κουζίνα και οι βοηθητικοί χώροι, ενώ τα υπνοδωμάτια βρίσκονταν στον όροφο.
Ιδιαίτερη αίσθηση προκαλεί η κεντρική κλιμακωτή είσοδος, η οποία τονίζεται από ένα καμπύλο πρόπυλο και μια μεγάλη βεράντα. Ξεχωρίζει δε, για την αναγεννησιακή της διακόσμηση, όπως οι γιρλάντες από φρούτα και άνθη, η κεφαλή του θεού του εμπορίου Ερμή και τα κιγκλιδώματα με κύκνους και δελφίνια.
Η οικογένεια Σταθάτου κατοίκησε στο Μέγαρο ως το 1938. Την τελευταία δεκαετία της διαμονής τους σε αυτό, το κτίριο υπέστη εκτεταμένες επισκευές και εσωτερική ανακαίνιση και τότε προστέθηκαν οι γύψινες διακοσμήσεις στους εσωτερικούς χώρους.
Μεταπολεμικά, λειτούργησε ως πρεσβεία της Βουλγαρίας, του Καναδά και της Λιβύης. Το 1982, περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο και αναπαλαιώθηκε με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ξενώνας υψηλών προσώπων, σχέδιο που τελικά, για λόγους ασφαλείας και ανεπάρκειας των χώρων, δεν εφαρμόστηκε. Από το 1991, στεγάζει τμήμα της συλλογής του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.