Την υπογραφή του Δανού αρχιτέκτονα που σχεδίασε το Πανεπιστήμιο Αθηνών, Χανς Κρίστιαν Χάνσεν (Hans Christian Hansen), φέρει το ταφικό μνημείο που είναι αφιερωμένο στην αχώριστη ακόλουθο της βασίλισσας Αμαλίας, βαρώνη Ιουλία φον Νόρντενπφλυχτ (Julia von Nordenflycht).
Απέριττο και καμωμένο από μάρμαρο, το μνημείο της βαρώνης αποτελείται από έναν τρίφυλλο εραλδικό σταυρό με γοτθική διακόσμηση, στη μια πλευρά του οποίου είναι χαραγμένο το όνομά της και στην άλλη το απόσπασμα από την Αποκάλυψη του Ιωάννη: «Selig sind die Todten, die in dem Herrn Sterben» («Μακάριοι οι νεκροί οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες»).
Η γερμανίδα κυρία επί των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας γεννήθηκε το 1787 στο Μίντεν (Minden) της Πρωσίας από οικογένεια κρατικών αξιωματούχων. Ήταν ανιψιά της διάσημης ποιήτριας και πρώιμης «φεμινίστριας» Σάρλοτ φον Νόρντενπφλυχτ (Charlotte von Nordenflycht), ενώ και η ίδια έγραψε ποιήματα που της εξασφάλισαν μια σελίδα στην τρίτομη εγκυκλοπαίδεια της γερμανικής λογοτεχνίας του Σίντελ (Schindel, 1825). Συμμετείχε επίσης στην ομάδα που μετέφρασε τα Άπαντα του Λόρδου Βύρωνα στα γερμανικά (1828).
Ανέλαβε τη διαπαιδαγώγηση της πολύ νεαρής Αμαλίας όταν η μητέρα της βασίλισσας πέθανε, και έμεινε στο πλευρό της για τα επόμενα 22 χρόνια. Το 1837, ακολούθησε την Αμαλία και τον Όθωνα στην Αθήνα, όπου και παρέμεινε ως το τέλος της ζωής της. Από την πρώτη στιγμή προσπάθησε να μάθει ελληνικά, τα οποία, κατά την Αμαλία, μιλούσε «χωρίς να διστάζει και όπως-όπως». Η Δανέζα Κριστιάνε Λουτ (Christiane Lüth), σύζυγος του προτεστάντη ιεροκήρυκα της Αμαλίας, την θυμάται ως «ηλικιωμένη κυρία που οι Έλληνες αποκαλούσαν ‘νταντά της βασίλισσας’» και «ακούραστη» στη φιλανθρωπική της δράση.
Ιδιαιτέρως αγαπητή, καθώς ουδέποτε αναμείχθηκε στις δολοπλοκίες της Αυλής, ο θάνατος της βαρώνης προκάλεσε έντονη συγκίνηση στην ελληνική κοινωνία. Η Αμαλία δε, βυθίστηκε σε βαρύ πένθος και, γράφοντας «με βαριά καρδιά και τον πόνο να την πνίγει» στον πατέρα της, τον Μεγάλο Δούκα Παύλο Φρειδερίκο Αύγουστο του Ολδεμβούργου, υπογράμμισε το κενό «που τίποτε δεν θα αναπληρώσει» την δεύτερη ορφάνια που βίωνε, καθώς η Νόρντενπφλυχτ την αγαπούσε «όσο μια μητέρα μπορεί να αγαπήσει το παιδί της». Παρήγγειλε, μάλιστα, στον Γερμανό γλύπτη Κρίστιαν Ζίγκελ (Christian Siegel, 1803-1883) - έναν από τους πρώτους καθηγητές της Σχολής Καλών Τεχνών, ο οποίος τότε ζούσε στην Αθήνα - να σμιλέψει την προτομή της Νόρντενπφλυχτ για το μπουντουάρ της.
Σε δημοσιεύματα του αθηναϊκού Τύπου με αφορμή τον θάνατό της στις 10 Ιουλίου 1842 (ν.η.), επαινέθηκαν τα προτερήματά της, μεταξύ των οποίων η «χρηστή και καλοκάγαθος διαγωγή της, η καλοσύνη και η φιλανθρωπία της», ενώ υπογραμμίστηκε ότι «ηγάπα τους Έλληνας ουχί δια των λόγων, αλλά δια της καρδίας», και ότι υπήρξε «υπέρμαχος των Ελληνίδων», τις οποίες προσπάθησε να δραστηριοποιήσει οργανωμένα στον δημόσιο χώρο, μέσα από εταιρείες αγαθοεργίας, μια πρωτοβουλία ρηξικέλευθη για τα ως τότε ήθη του τόπου.
Την κηδεία της παρακολούθησαν οι αυλικοί, τα μέλη της κυβέρνησης και του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και πλήθος κόσμου.