Μυστήριο παραμένει το όνομα του αρχιτέκτονα που σχεδίασε το μικρό ρομαντικό εξοχικό της βασίλισσας Αμαλίας στο Ίλιον, το οποίο ο Κώστας Ουράνης χαρακτήρισε «περίεργο μίγμα κοινού ελληνικού σπιτιού και πύργου των γερμανικών δρυμών».
Ο λεγόμενος “Πύργος της Βασιλίσσης”, ένας νεογοτθικού ρυθμού ορθογώνιος πύργος, με πολυγωνικούς πυργίσκους στις τρεις από τις τέσσερις γωνίες του και επάλξεις στην περίμετρο της ταράτσας, ακολουθεί τα πρότυπα οικοδομών αναψυχής που τότε ήταν στη μόδα μεταξύ των εστεμμένων της Ευρώπης και ειδικότερα της Γερμανίας.
Χτίστηκε το 1854, στο κτήμα “Επτάλοφος”, συνολικής έκτασης 2.500 στρεμμάτων, όπου η βασιλική οικογένεια σχεδίαζε τη δημιουργία ενός πρότυπου αγροκηπίου. Γι’ αυτό και φυτεύτηκαν εκεί φοίνικες, κυπαρίσσια, οπωροφόρα δένδρα, καλλωπιστικά φυτά και αμπέλια, ενώ εισήχθησαν και επίλεκτες ράτσες ζώων, όπως αραβικά άλογα και πρόβατα Merino.
Εξωτερικά, τα λιτά γοτθικά παράθυρα του ισογείου εναλλάσσονται με τα πιο περίτεχνα του ορόφου, ενώ στο μέσον της πρόσοψης υπάρχει ένας εξώστης ανάλογα διακοσμημένος.
Επιπλέον, έχει παρατηρηθεί ότι ο Πύργος των Λιοσίων, όπως επίσης είναι γνωστό το κτίσμα, παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες, παρά τη διαφορά τους στο μέγεθος, με τον Πύργο του Χόχενσβάνγκαου (Schloss Hohenschwangau) στη Βαυαρία, που οικοδομήθηκε, μεταξύ των ετών 1833-1837, ως θερινό ανάκτορο του αδελφού του Όθωνα, πρίγκιπα Μαξιμιλιανού.
Η είσοδος του πύργου βρίσκεται στη δυτική πλευρά και οδηγεί σε μια αίθουσα υποδοχής, που συνοδεύεται από τρία μικρά δωμάτια, ενώ στο βάθο, η σπειροειδής σκάλα στο εσωτερικό του μεγαλύτερου πυργίσκου, οδηγεί αφενός στο κελάρι και αφετέρου στον όροφο.
Την κάτοψη του ορόφου συνθέτουν δύο μικρότερα δωμάτια και μια μεγάλη αίθουσα με περίτεχνο ξύλινο δάπεδο (marqueterie) και πλούσια διακόσμηση στους τοίχους και την οροφή. Στη διακόσμηση κυριαρχούν το γαλάζιο, το κόκκινο και το χρυσό χρώμα, πλαισιώνοντας τα οικόσημα των δύο ηγεμονικών οίκων του ζεύγους (Wittelsbach και Oldenburg), καθώς και τα εραλδικά εμβλήματα των Βασιλείων της Ελλάδος και της Βαυαρίας.
Σε μικρή απόσταση από τον Πύργο υψώνεται μια μνημειακή πύλη, με επάλξεις στην επίστεψη, περικλειόμενη από τέσσερις πυργίσκους. Το σύνολο συμπληρώνεται, προς νότο, από έναν κήπο στυλ «anglais», στολισμένο με αγάλματα και ένα σιντριβάνι, ενώ προς βορρά, από μια σειρά μικρότερων κτισμάτων, που θυμίζουν γερμανικές αγροτικές οικίες και παλιότερα χρησίμευαν ως αποθήκες και στάβλοι.
Η ταυτότητα του αρχιτέκτονα που σχεδίασε τον «Πύργο της Βασιλίσσης», στη θέση που ενδεχομένως στα χρόνια της Τουρκοκρατίας υψωνόταν ένας παλαιότερος πύργος, δεν έχει μέχρι στιγμής εξακριβωθεί. Κατά μία άποψη, πρόκειται για τον Γάλλο αρχιτέκτονα Φλοριμόν Μπουλανζέ (Florimond Boulanger), ο οποίος εκείνη την περίοδο εργαζόταν στην Ελλάδα και είχε ασχοληθεί με την εσωτερική διακόσμηση και την επίπλωση του κτιρίου. Άλλη άποψη πιθανολογεί ότι τα σχέδια πραγματοποιήθηκαν στο εξωτερικό, γεγονός που δεν μπορεί να αποκλειστεί, ενώ νεότερα στοιχεία αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο εμπλοκής του Δανού αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν (Theophil Hansen).
Μετά την εκθρόνιση του Όθωνα, το κτήμα της «Επταλόφου» αγοράστηκε από τον βαρώνο Σίμωνα Σίνα και στη συνέχεια, πωλήθηκε στον επιχειρηματία και βουλευτή Γεώργιο Παχύ. Μέσω του γάμου μίας από τις κόρες του τελευταίου με τον Φερδινάνδο Σερπιέρη, το κτήμα περιήλθε στην οικογένεια Σερπιέρη.
Σήμερα, ένα μεγάλο μέρος της αρχικής «Επταλόφου» έχει παραχωρηθεί στο κοινόχρηστο «Πάρκο Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης ‘Αντώνης Τρίτσης’». Το υπόλοιπο, μαζί με τον Πύργο, παραμένει στην οικογένεια Σερπιέρη, ενώ το διαχειρίζεται η «Γεωργοκτηνοτροφική Εταιρεία», με κύρια δραστηριότητα τη βιολογική οινοποιία. Στις αρχές του 21ου αιώνα, ο Πύργος αναπαλαιώθηκε και έκτοτε είναι επισκέψιμος κατόπιν συνεννόησης.