Όθων Α' του Βασιλείου της Ελλάδος

Aus goethe.de
Wechseln zu: Navigation, Suche

Ο Όθων (Otto Friedrich Ludwig von Wittelsbach, 1815-1867) ήταν δευτερότοκος γιος του Βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄, ενός από τους ελάχιστους ευρωπαίους μονάρχες που είχε υποστηρίξει εξαρχής την Ελληνική Επανάσταση του 1821 κατά της Οθωμανικής κυριαρχίας. Μετά την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Ελλάδας από τις τότε Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία), οι τελευταίες, κατά την Διάσκεψη του Λονδίνου το 1832, επέλεξαν τον Όθωνα ως Βασιλιά του νεοσύστατου Ελληνικού Βασιλείου.

Ο μόλις 17χρονος νέος μονάρχης αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο το 1833, συνοδευόμενος από βαυαρικά στρατεύματα. Δεδομένου ότι ήταν ανήλικος, στο διάστημα 1833-1835 εκπροσωπήθηκε από μια τριμελή βαυαρική Αντιβασιλεία, ενώ βαυαροί αξιωματούχοι κατέλαβαν επίσης σημαντικές θέσεις στο στρατό και στην δημόσια διοίκηση (η αποκαλούμενη "Βαυαροκρατία"). Κατά την πρώτη δεκαετία, η βασιλική εξουσία ασκήθηκε χωρίς περιορισμούς (απόλυτη μοναρχία), αλλά με την Επανάσταση του 1843, ο Όθωνας εξαναγκάστηκε να δεχθεί την απομάκρυνση όλων των Βαυαρών από τον κρατικό μηχανισμό και την ψήφιση Συντάγματος, τις διατάξεις του οποίου ωστόσο επιχειρούσε με κάθε ευκαιρία να παρακάμπτει.

Επί της βασιλείας του τέθηκαν οι βάσεις του νεοελληνικού κράτους, εντούτοις, παρά τις ειλικρινείς του προθέσεις και τους ρομαντικούς του οραματισμούς για το μέλλον της Ελλάδας, ο Όθων φάνηκε να μην διαθέτει τις πνευματικές και πολιτικές ικανότητες που απαιτούσαν οι καιροί. Οι αλυτρωτικές του βλέψεις για την απελευθέρωση των Ελλήνων που παρέμεναν στην Οθωμανική επικράτεια, χωρίς να μεριμνήσει για την δημιουργία των κατάλληλων προϋποθέσεων τόσο από πλευράς οργάνωσης και ανάπτυξης της χώρας όσο και από πλευράς διπλωματικών κινήσεων, τον έφεραν σε αντιδικία με ορισμένες από τις Μεγάλες Δυνάμεις, ιδίως κατά την εποχή του Κριμαϊκού πολέμου.

Συχνά επίσης ήρθε σε σύγκρουση με τους υπηκόους του, λόγω της αυταρχικής άσκησης της εξουσίας, των αυθαιρεσιών και των διώξεων των πολιτικών αντιπάλων του θρόνου. Σημαντικό εξάλλου πρόβλημα υπήρξε και η απουσία τέκνων από τον γάμο του με την πριγκίπισσα Αμαλία του Ολντενμπουργκ, απουσία που άφηνε εκκρεμές το ζήτημα της μελλοντικής διαδοχής του. Μια σειρά αιματηρών εξεγέρσεων που κατέληξαν στην Επανάσταση του 1862, τον εξανάγκασαν να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να επιστρέψει στη Βαυαρία, όπου και πέθανε πέντε χρόνια αργότερα, σε ηλικία 53 ετών.