Καθολικός Ναός Αγίου Λουκά, προτομή Όθωνα και Ηρώο Ηρακλείου Αττικής

Aus goethe.de
Wechseln zu: Navigation, Suche
Καθολικός Ναός Αγίου Λουκά, προτομή Όθωνα και Ηρώο Ηρακλείου Αττικής. Φωτογραφία: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης © Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

Καθολικός Ναός Αγίου Λουκά, προτομή Όθωνα και Ηρώο Ηρακλείου Αττικής (7:47)

Καθολικός Ναός Αγίου Λουκά, προτομή Όθωνα και Ηρώο Ηρακλείου Αττικής (7:47)


fileGRIECHENLAND COVER HERAKLEIO 4.jpg

Μια γοτθικού ρυθμού καθολική εκκλησία, η προτομή του Όθωνα, καθώς και το ηρώο των πεσόντων στους πολέμους της δεκαετίας 1912-1922, είναι τεκμήρια της αποικίας των Γερμανών εθελοντών στρατιωτών του Όθωνα.

Καθολικός Ναός Αγίου Λουκά. Φωτογραφία: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης © Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

Η αψιδωτή είσοδος, τα οξυκόρυφα παράθυρα και το πυργοειδές κωδωνοστάσιο καθιστούν τον καθολικό ναό του Αγίου Λουκά ξεχωριστό δείγμα αρχιτεκτονικής στην Αθήνα. Οικοδομήθηκε βάσει σχεδίων του Δανού αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν, δημιουργού πολλών σημαντικών κτιρίων της Αθήνας και της Βιέννης, και εγκαινιάστηκε τον Οκτώβριο του 1845.

Καθολικός Ναός Αγίου Λουκά. Φωτογραφία: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης © Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

Επάνω από την Ωραία Πύλη του ναού βρίσκεται η εικόνα του Ευαγγελιστή Λουκά, που εκτιμάται ότι ήταν προσωπική αφιέρωση του Όθωνα, ο οποίος επίσης αναφέρεται σε μαρμάρινη επιγραφή ως ο κτήτωρ του ναού. Το όνομα του Όθωνα εμφανίζεται και στα θεμέλια του κτιρίου, όπου τοποθετήθηκαν τα βασιλικά μετάλλια του ιδίου αλλά και του πατέρα του, Λουδοβίκου της Βαυαρίας, ο οποίος συνέδραμε οικονομικά στην ανέγερση του ναού.

Καθολικός Ναός Αγίου Λουκά. Φωτογραφία: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης © Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

Τι γυρεύει, όμως, ένας καθολικός ναός γοτθικής αρχιτεκτονικής σε απόσταση 10 χλμ βορειοδυτικά του κέντρου της Αθήνας; Ήταν η καρδιά της “Στρατιωτικής Αποικίας” (Militärkolonie), η οποία δημιουργήθηκε για τους Βαυαρούς στρατιώτες, που το 1833 συνόδευσαν τον Όθωνα στην Ελλάδα και δεν θέλησαν να επιστρέψουν στη χώρα τους.

Οι στρατιώτες αυτοί, συνέθεταν το Βασιλικό Βαυαρικό Επικουρικό Σώμα (Königlich Bayerische Hilfs-Corps), η δύναμη του οποίου έφθανε περίπου τους 3.500 άνδρες και είχε στόχο τον στρατιωτικό έλεγχο, την εμπέδωση της ασφάλειας και την εδραίωση της βασιλικής εξουσίας στο νεοπαγές ελληνικό κράτος.

Σε αυτούς προστέθηκαν και οι Γερμανοί εθελοντές τετραετούς θητείας, που θα αποτελούσαν τον πυρήνα του μελλοντικού ελληνικού στρατού, μαζί με όσους Έλληνες το επιθυμούσαν, μετά την προβλεπόμενη διάλυση των στρατιωτικών σωμάτων που πρωταγωνίστησαν στην Ελληνική Επανάσταση. Συνολικά προσήλθαν περίπου 5.500 εθελοντές, κυρίως από την Βαυαρία, αλλά και από την υπόλοιπη Γερμανία, καθώς και από άλλες χώρες.

Η εισαγωγή αυτού του πλήθους ξένων στρατιωτικών σε μια χώρα γεμάτη από μπαρουτοκαπνισμένους οπλαρχηγούς και παλικάρια προκάλεσε μεγάλη δυσφορία με σοβαρές συνέπειες. Ενώ οι Βαυαροί που συνόδευαν τον νεαρό βασιλιά ήταν αρχικά ευπρόσδεκτοι, όπως σημειώνει στις αναμνήσεις του ο υπολοχαγός του Επικουρικού Σώματος Κριστόφ Νίζερ, η κοινή γνώμη άλλαξε όταν διαπιστώθηκε ότι οι ξένοι προτιμούνταν για διάφορες θέσεις, ενώ οι Έλληνες «οι τοσούτον χρόνον υπέρ πατρίδος αγωνισαμένοι, πανταχόθεν πάντοτε ασυνέτως παρηγκωνίζοντο», γεγονός που προκαλούσε «παρά των λαώ μίσος κατά πάντων των Βαυαρών».

Στις δύσκολες συνθήκες μιας χώρας κατεστραμμένης από τον μακροχρόνιο πόλεμο, με παντοειδείς ελλείψεις και εν μέσω αντιδράσεων, πολύ σύντομα ο αρχικός ενθουσιασμός των εθελοντών υποχώρησε, και πολλοί οδηγήθηκαν σε παραίτηση και στην επιστροφή στην πατρίδα τους.

Ωστόσο, ένας αριθμός εξέφρασε την επιθυμία να παραμείνει στην Ελλάδα. Κατόπιν αυτού, αποφασίστηκε η παραχώρηση δημόσιας γης, ώστε η εγκατάστασή τους στη χώρα να καταστεί παραγωγική και ελεγχόμενη, υπό τη μορφή «στρατιωτικής αποικίας» (militärkolonie). Για τον σκοπό αυτό επελέγη - σύμφωνα με μια παράδοση, αφού εκτέθηκαν τεμάχια κρέατος σε διάφορα σημεία, προτιμήθηκε ο τόπος όπου η αλλοίωσή τους καθυστέρησε περισσότερο - το Ηράκλειο Αττικής, παλιότερα γνωστό ως Αρακλή ή Ηράκλι και στις γερμανικές πηγές ως Aracly ή Heraclia. Το επίσημο όνομα θεωρείται ότι ταυτίζεται με το Ηράκλειο που αναφέρει ο αρχαίος συγγραφέας Διογένης Λαέρτιος (τον 3ο μ.Χ. αιώνα) ή, κατά άλλη εκδοχή, ότι προέρχεται από μια αρχαιοελληνική επιγραφή «Ηρακλεώτης».

Ωστόσο, ένας αριθμός εξέφρασε την επιθυμία να παραμείνει στην Ελλάδα. Κατόπιν αυτού, αποφασίστηκε η παραχώρηση δημόσιας γης, ώστε η εγκατάστασή τους στη χώρα να καταστεί παραγωγική και ελεγχόμενη. Για τον σκοπό αυτό επελέγη - σύμφωνα με μια παράδοση, αφού εκτέθηκαν τεμάχια κρέατος σε διάφορα σημεία, προτιμήθηκε ο τόπος όπου η αλλοίωσή τους καθυστέρησε περισσότερο - το Ηράκλειο Αττικής, παλιότερα γνωστό ως Αρακλή ή Ηράκλι και στις γερμανικές πηγές ως Aracly ή Heraclia. Το επίσημο όνομα θεωρείται ότι ταυτίζεται με το Ηράκλειο που αναφέρει ο αρχαίος συγγραφέας Διογένης Λαέρτιος (τον 3ο μ.Χ. αιώνα) ή, κατά άλλη εκδοχή, ότι προέρχεται από μια αρχαιοελληνική επιγραφή «Ηρακλεώτης».

Το 1837, επομένως, έγινε η χωροθέτηση του οικισμού και ξεκίνησε η διανομή των κτημάτων. Στον σχεδιασμό επικράτησε μια στρατιωτική αντίληψη, καθώς τα οικήματα σχημάτιζαν τετράγωνο με δύο εισόδους, ενώ η υπόλοιπη περίμετρος ήταν τοιχισμένη, δίνοντας την εντύπωση οχυρού στρατοπέδου. Η αρχική πρόβλεψη ήταν για 60 στρατιώτες, αλλά δεν φαίνεται να ξεπέρασαν τους 31, ενώ μέχρι τα τέλη του 1840, ο αριθμός τους είχε περιοριστεί σε 19 (16 οικογένειες και τρεις άγαμοι έποικοι).

Οι πρώην στρατιώτες, ωστόσο, δεν είχαν ιδιαίτερα καλές επιδόσεις στις γεωργικές εργασίες και 12 εξ αυτών άνοιξαν οινοπωλεία, τα οποία μετατράπηκαν σε στέκια των Γερμανών της Αθήνας, όπου συχνά σημειώνονταν επεισόδια μεταξύ μεθυσμένων θαμώνων που κατέληγαν στις δικαστικές αίθουσες.

Αξιοσημείωτη, όμως, είναι η περίπτωση τριών Βαυαρών αγροτών από την Ρηνανία - των Wilhelm Hugelle, Philipp Peter Wanger και Johann Bittlinger - οι οποίοι, χωρίς να έχουν υπηρετήσει στο στρατό, υπέβαλαν στο Όθωνα αίτημα εγκατάστασης των οικογενειών τους στον νεοπαγή οικισμό, το οποίο και έγινε δεκτό. Οι νέοι αυτοί έποικοι αύξησαν βαθμιαία την έκταση της γης τους και αξιοποίησαν τη γειτνίασή τους με την αναπτυσσόμενη πρωτεύουσα, καλύπτοντας τις ανάγκες της πόλης για προμήθεια τροφίμων και παροχή υπηρεσιών. Η ευέλικτη αυτή στρατηγική επεκτάθηκε και σε όσους άλλους αποίκους επρόκειτο τελικώς να επιβιώσουν.

Ιδιαίτερη μνεία οφείλεται στην οικογένεια Φιξ (Fix, αρχικά Fuchs), που διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην διάδοση της μπύρας στην Ελλάδα. Το ζυθοποιείο τους βρίσκεται σε απόσταση λίγων δεκάδων μέτρων από τον Άγιο Λουκά.

Η ιδιοτυπία των γερμανικής προέλευσης επωνύμων των εποίκων του Ηρακλείου Αττικής, σε συνδυασμό με τη θρησκευτική τους ταυτότητα (στην πλειοψηφία τους ήταν καθολικοί και δευτερευόντως προτεστάντες), συνετέλεσαν στην διατήρηση μιας εμφανούς ιδιαιτερότητας. Αντίθετα, η γλώσσα δεν επιβίωσε ως στοιχείο ιδιομορφίας.

Έναν αιώνα μετά την άφιξη των Γερμανών εθελοντών στην Ελλάδα, η πλήρης ένταξη των απογόνων τους τεκμηριώθηκε ανάγλυφα στο μαρμάρινο ηρώο του Ηρακλείου. Έργο του γλύπτη Νικολάου Π. Γεωργαντή (1883-1947), το ηρώο ανεγέρθηκε το 1933 στη σκιερή πλατεία απέναντι από το ναό του Αγίου Λουκά. Εκεί, μεταξύ των «πεσόντων υπέρ πατρίδος» στους πολέμους της περιόδου 1912-1922, τιμώνται αρκετοί στρατιώτες των οποίων τα επώνυμα θυμίζουν τους πρώτους οικιστές της «Militär Kolonie Arakly». Τα ονόματά τους ανιχνεύονται επίσης στο καθολικό νεκροταφείο της περιοχής, αλλά και μεταξύ των σημερινών κατοίκων του οικισμού. Είναι, ωστόσο, ενδεικτικό ότι στην πλειοψηφία τους κατάγονται από εκείνους τους «πρόσθετους» Βαυαρούς αγρότες.

Με αφορμή την επέτειο εκατό ετών από τον θάνατο του Όθωνα, φιλοτεχνήθηκε χάλκινη προτομή του από τον γλύπτη Γεώργιο Θ. Μαλτέζο, η οποία αναπαριστά τον βασιλιά σε νεαρή ηλικία με την εθνική ελληνική ενδυμασία. Την κατασκευή της προτομής χορήγησε η απόγονος ενός από τους πρώτους οικιστές, Πάολα Χούμπερ (Paola Huber), ενώ τα αποκαλυπτήρια προς τιμήν του κτήτορος του ναού έγιναν τον Ιούνιο του 1968 από τον τότε δήμαρχο Ηρακλείου, στον περίβολο του Αγίου Λουκά.

Προτομή Όθωνα. Φωτογραφία: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης © Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών
Προτομή Όθωνα. Φωτογραφία: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης © Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

Τέλος, ενδιαφέρον είναι ότι το 2004 πραγματοποιήθηκε η επίσημη αδελφοποίηση του Δήμου Ηρακλείου με την βαυαρική πόλη Μίλντορφ (Muehldorf), τόπο καταγωγής της οικογένειας Φιξ.

Poi sammlung 02 el IGNORECLICK .jpg

Χριστόφορος Νέζερ (1808-1883)

Ο Χριστόφορος Νέζερ (Christoph Neeser), καταγόμενος από το Ρουντενχάουζεν (Rüdenhausen) της Φρανκονίας, υπήρξε υπολοχαγός του Βαυαρικού Στρατού και συμμετείχε το 1833 στο Βαυαρικό Επικουρικό Σώμα που συνόδευσε τον Όθωνα στην Ελλάδα. Σε αυτόν παραδόθηκε από την τουρκική φρουρά, στις 29 Μαρτίου/10 Απριλίου 1833, η Ακρόπολη των Αθηνών, όπου και ύψωσε την ελληνική σημαία. Ακολούθως, συμμετείχε στην καταδίωξη αγωνιστών της Επανάστασης που αρνήθηκαν να υποταχθούν στα κελεύσματα της νέας εξουσίας, τραυματίστηκε κατά τις επιχειρήσεις εναντίον των εξεγερθέντων Μανιατών και διετέλεσε φρούραρχος του Ρίου.

Η μονάδα του αναχώρησε από την Ελλάδα τον Απρίλιο του 1835, εκείνος όμως επανέκαμψε το 1840, οπότε και του ανατέθηκε, για ένα διάστημα, η επιστασία του οικισμού των αποστράτων Βαυαρών στο Ηράκλειο Αττικής. Στη συνέχεια άνοιξε εργοστάσιο ψαρόκολλας στην Αθήνα, ενώ αργότερα εργάστηκε ως τροφοδότης πλοίων στη Ρουμανία και ως καθηγητής Γερμανικών και γυμναστικής στην Κωνσταντινούπολη.

Παντρεύτηκε δύο φορές Ελληνίδες, την Αγαθή Τρικκαλιώτου και, μετά τον θάνατο εκείνης, την Μαρία Γιαννακού. Τα παιδιά του εξέδωσαν μετά θάνατον τις αναμνήσεις του, όπου αφηγείται με ευφράδεια, χιούμορ και κριτικό πνεύμα, τις εμπειρίες του από τα πρώτα έτη συγκρότησης του Ελληνικού Κράτους. Κατά την επέτειο της εκατονταετηρίδας από την απελευθέρωση της Ακρόπολης (1933), ανατέθηκε στον γηραιότερο επιζώντα γιό του, Αλέξανδρο Νέζερ, η έπαρση της ελληνικής σημαίας στο Μπελβεντέρε.

Ανάμεσα στα εγγόνια του Βαυαρού υπολοχαγού, περιλαμβάνονται γνωστοί ηθοποιοί του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου του 20ου αιώνα (Χριστόφορος Νέζερ, Μαρίκα Νέζερ και άλλοι). Ο οικογενειακός τάφος ενός κλάδου των Νέζερ βρίσκεται στο Α΄ Νεκροταφείο (4ο τμήμα, αρ. 218), αλλά ο ίδιος ο Βαυαρός υπολοχαγός έχει ενταφιαστεί στην Κωνσταντινούπολη.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

«Συνθήκη φιλίας και συμμαχίας μεταξύ των Βασιλείων της Ελλάδος και της Βαυαρίας», «Περί στρατολογίας συνθήκη μεταξύ Βαυαρίας και Ελλάδος» και «Συνθήκη μεταξύ της Α.Μ. του Βασιλέως της Βαυαρίας και της Α.Μ. του Βασιλέως της Ελλάδος περί αποστολής Βασιλικού Βαυαρικού επικουρικού σώματος εις την Ελλάδα», Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος 18, 20 και 22 (1833) [τα κείμενα είναι δημοσιευμένα στην ελληνική και τη γερμανική γλώσσα, καθώς η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εκδιδόταν τότε δίγλωσση].

Georg Maurer, Das Griechsche Volk, Χαϊδελβέργη 1835.

Γκεόργκ Μάουρερ, Ο Ελληνικός λαός, Αθήνα 1976.

Α. Πετσάλης, Συλλογή απάντων των Νόμων, Διαταγμάτων, Διαταγών του Στρατού, κτλ., από του έτους 1833 μέχρι τέλους του 1840, Αθήνα 1842.

Frederick Strong, Greece as a Kingdom, Λονδίνο 1842.

Eduard Engel, Griechische Frühlingstage, Ιένα 1887.

Χριστόφορος Νέεζερ, Απομνημονεύματα των πρώτων ετών της ιδρύσεως του Ελληνικού Βασιλείου, 1η έκδ. Κωνσταντινούπολη 1911, 2η έκδοση Αθήνα 1936.

Siegfried Mackroth, Das Deutschtum in Griechenland, Στουτγάρδη 1930.

Ερρίκος Σκάσσης, «Ο Καθολικός Καθεδρικός Ναός του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου», Νέα Εστία 909 (1965).

Ευγένιος Δαλέζιος, Ο εν Αθήναις Καθεδρικός Ναός του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου (1865-1965) μετά συντόμου ιστορίας των Καθολικών Ενοριών της Ηπειρωτικής Ελλάδος (1830-1965), Αθήναι 1965.

Wolf Seidl, Bayern in Griechenland: Die Geschichte eines Abenteuers, Μόναχο 1965.

Βόλφ Ζάιντλ, Βαυαροί στην Ελλάδα - Η γένεση του νεοελληνικού κράτους και το καθεστώς του Όθωνα, Αθήνα [1984].

Γεώργιος Θ. Μαλτέζος, Το Χρονικόν του Ηρακλείου Αττικής, Αθήνα 1970.

Χριστιάνα Λυτ, Μια Δανέζα στην Αυλή του Όθωνα, Αθήνα 2η έκδ. 1988.

Χριστιάνα Λύτ, Στην Αθήνα του 1847-1848, Αθήνα 1991.

Κώστας Η. Μπίρης, Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον αιώνα, Αθήνα 3η έκδ. 1996.

Βάνα Μπούσε, Μίχαελ Μπούσε (μετάφρ., επιμ.), Ανέκδοτες επιστολές της βασίλισσας Αμαλίας στον πατέρα της, 1836-1853, 2 τόμοι, Αθήνα 2011.

«Από του Όθωνα τα χρόνια: Οι πρόγονοί τους ήρθαν με τους Βαυαρούς το 1833 και ρίζωσαν στην Αθήνα», εφημερίδα Τα Νέα, 30 Σεπτεμβρίου 2009.

Λίνα Γιάνναρου, «Η μικρή Βαυαρία και το τεστ των αμνών», εφημερίδαΚαθημερινή, 15 Νοεμβρίου 2015.

Τοποθεσία

Καθολικός Ναός Αγίου Λουκά, προτομή Όθωνα και Ηρώο Ηρακλείου Αττικής
Οδός Αγίου Λουκά 1
Ηράκλειο Αττικής