Παλαιά Ανάκτορα

Aus goethe.de
Wechseln zu: Navigation, Suche
Παλαιά Ανάκτορα. Φωτογραφία: K.K. © Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

Παλαιά Ανάκτορα (5:31)

Παλαιά Ανάκτορα (5:31)


fileGRIECHENLAND COVER OLDPALACE 9 KK.jpg

Το νεοκλασικό κτίριο που σήμερα στεγάζει τη Βουλή των Ελλήνων, ανεγέρθηκε αρχικά ως παλάτι για τον Όθωνα και την Αμαλία, βάσει σχεδίων του Γερμανού αρχιτέκτονα Φρίντριχ φον Γκέρτνερ (Friedrich von Gärtner), ενώ ο Εθνικός Κήπος που βρίσκεται ακριβώς δίπλα θαυμάστηκε ακόμη και από τον Αμερικανό συγγραφέα Χένρυ Μίλλερ (Henry Miller).

Παλαιά Ανάκτορα. Φωτογραφία: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης © Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

Τα Παλαιά Ανάκτορα των Αθηνών θεμελιώθηκαν στις 25 Ιανουαρίου / 6 Φεβρουαρίου 1836, στο τότε ανατολικό άκρο της πόλης, κοντά στην πύλη της «Μπουμπουνίστρας», στον αυχένα που σχηματίζεται μεταξύ των λόφων Λυκαβηττού και Ακρόπολης, θέση που κρίθηκε περίοπτη και ταυτόχρονα υγιεινή.

Το βασιλικό ζεύγος εγκαταστάθηκε στη νέα του κατοικία στις 25 Ιουλίου / 6 Αυγούστου 1843, ελπίζοντας ότι η αλλαγή αυτή θα έφερνε και τον πολυπόθητο διάδοχο, όπως μαρτυρά επιστολή της Αμαλίας προς τον πατέρα της, τον Μεγάλο Δούκα Παύλο Φρειδερίκο Αύγουστο του Ολδεμβούργου: «Να έφερνε το καινούριο παλάτι ευλογία και να αποκτούσα σύντομα ένα αγοράκι!». Αρκετές εργασίες συνεχίστηκαν στο κτίριο και μετά την εγκατάσταση του βασιλικού ζεύγους.

Παλαιά Ανάκτορα. Φωτογραφία: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης © Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

Το λιτό, παρά τον όγκο του, ορθογώνιο νεοκλασικό κτίριο, αποτελείται από τέσσερις περιμετρικές πτέρυγες και μία κεντρική. Περιβάλλεται δε, από δωρικές κιονοστοιχίες (ανατολικά και νότια) και προπύλαια (προς τη δύση). Ακριβώς δίπλα στο κτίριο των Ανακτόρων διαμορφώθηκε, με την προσωπική φροντίδα της Αμαλίας, ο Βασιλικός Κήπος, σήμερα Εθνικός Κήπος.

Στην αρχική του διαρρύθμιση, το κτίριο περιλάμβανε: στο ισόγειο τον προθάλαμο με τους μονολιθικούς ιωνικούς κίονες, τους χώρους της γραμματείας και της φρουράς των Ανακτόρων, τα μαγειρεία, καθώς και ένα παρεκκλήσιο για τις θρησκευτικές ανάγκες των βασιλέων και της αυλής τους. Στον πρώτο όροφο τα υπνοδωμάτια και τα γραφεία του βασιλικού ζεύγους, τις αίθουσες του θρόνου, των τροπαίων, των υπασπιστών, των κυριών επί των τιμών, του χορού και των παιγνίων, την τραπεζαρία και τη βιβλιοθήκη. Στον δεύτερο όροφο την αίθουσα των μουσικών, τα ενδιαιτήματα του προσωπικού των ανακτόρων και τα διαμερίσματα του διαδόχου που δεν υπήρξε. Και στο υπόγειο, τέλος, τις αποθήκες και το κελάρι των κρασιών.

Παλαιά Ανάκτορα. Φωτογραφία: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης © Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

Ιδιαίτερη μνεία οφείλεται στις τοιχογραφίες των Ανακτόρων, κυρίως εκείνες που ζωγραφίστηκαν στις διαδοχικές αίθουσες των τροπαίων και των υπασπιστών, στον πρώτο όροφο.

Στην πρώτη αίθουσα απεικονίστηκαν σκηνές από την Ελληνική Επανάσταση (όπως ο όρκος των επαναστατών, οι μάχες στην Πάτρα και το Καρπενήσι, η πολιορκία του Μεσολογγίου, η πυρπόληση του τουρκικού στόλου στη Χίο και η ναυμαχία του Ναβαρίνου), καθώς και σκηνές από την ανάληψη της βασιλείας από τον Όθωνα (η παρουσίασή του στους Έλληνες από τον πατέρα του Λουδοβίκο Α΄ της Βαυαρίας, η υπογραφή της αποδοχής του ελληνικού στέμματος και η άφιξή του στο Ναύπλιο).

Στην αίθουσα των υπασπιστών φιλοτεχνήθηκαν δεκατέσσερα πορτραίτα στον τύπο του μεταλλίου, από τα οποία το πρώτο απεικόνιζε τον πρόδρομο του επαναστατικού κινήματος Ρήγα Φεραίο, τα επόμενα δώδεκα πρωταγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης και το τελευταίο τον Βρετανό φιλέλληνα πλοίαρχο Φρανκ Χέιστινγκς (Frank Hastings), που σκοτώθηκε πολεμώντας για την ελευθερία των Ελλήνων.

Τα αρχικά σχέδια των τοιχογραφιών ανατέθηκαν στο διάσημο τότε Βαυαρό καλλιτέχνη Λούντβιχ Μίκαελ φον Σβαντάλερ (Ludwig Michael von Schwanthaler), ενώ για την εκτέλεσή τους επιστρατεύτηκε μια πλειάδα ζωγράφων, που ήρθαν από το Μόναχο στην Αθήνα ειδικά για τον σκοπό αυτό.

Δεν ήταν όμως, όπως φαίνεται, όλος ο υπόλοιπος ζωγραφικός διάκοσμος των Ανακτόρων της ίδιας ποιότητας. Περιγράφοντας στον πατέρα της τη διαρρύθμιση του νέου της σαλονιού, η Αμαλία σημείωνε ότι πάνω από τις πόρτες, για να «καλύπτουν τα τοπία που ήταν ζωγραφισμένα εκεί και δεν ήταν επιτυχημένα», είχε κρεμάσει τις «εικόνες του Σάουμπουργκ», του κάστρου κοντά στην πόλη Λίμπουργκ (Limburg), στην περιφέρεια της Ρηνανίας-Παλατινάτου, όπου ζούσε, μέχρι τον θάνατό της, η αγαπημένη γιαγιά της Αμαλίας, η Amalie von Nassau-Weilburg.

Παλαιά Ανάκτορα. Φωτογραφία: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης © Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

Ένα μήνα περίπου μετά την εγκατάσταση του βασιλικού ζεύγους, το «καινούργιο παλάτι» αποτέλεσε, για πρώτη αλλά όχι και τελευταία φορά, το σκηνικό ενός δραματικού γεγονότος στην ελληνική πολιτική ιστορία, της Επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, που εξανάγκασε τον Όθωνα να παραχωρήσει Σύνταγμα, δίνοντας έτσι και την οριστική της ονομασία στην πλατεία που απλώνεται εμπρός από τα Ανάκτορα: πλατεία Συντάγματος.

Κατά την Επανάσταση της 10ης Οκτωβρίου 1862, που κατέληξε στην εκθρόνιση του Όθωνα και την έξωσή του από την Ελλάδα, οι επαναστάτες εισέβαλαν στα Ανάκτορα και ο γιός του παλαίμαχου αγωνιστή της Επανάστασης στρατηγού Μακρυγιάννη, απέσπασε το στέμμα από την αίθουσα του θρόνου και το προσέφερε ως τρόπαιο στον ασθενή πατέρα του.

Ένα χρόνο αργότερα, στις 30 Οκτωβρίου 1863, εγκαταστάθηκε στα Ανάκτορα των Αθηνών ο δεκαοκτάχρονος Γεώργιος Α΄, ιδρυτής της προερχόμενης από την Δανία νέας δυναστείας των Glücksburg.

Το παλάτι της πλατείας Συντάγματος αποτέλεσε την έδρα της βασιλικής εξουσίας επί επτά σχεδόν δεκαετίες, κατά τη διάρκεια των οποίων υπέστη τις συνέπειες δύο σοβαρών πυρκαγιών. Η πρώτη, το 1884, κατέκαυσε τον 2ο όροφο της βόρειας πτέρυγας, ενώ κατά τη δεύτερη, πολύ καταστρεπτικότερη, το 1909, αποτεφρώθηκαν το σύνολο της κεντρικής πτέρυγας και τμήματα της ανατολικής και δυτικής. Η βασιλική οικογένεια εγκαταστάθηκε τότε προσωρινά στα θερινά ανάκτορα του Τατοΐου, ενώ τον Μάρτιο του 1913, μετά τη δολοφονία του Γεωργίου Α’, τα ανάκτορα του μέχρι τότε διαδόχου και ήδη βασιλιά Κωνσταντίνου, επί της οδού Ηρώδου Αττικού, κατέστησαν η νέα βασιλική έδρα.

Παλαιά Ανάκτορα. Φωτογραφία: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης © Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

Κατά το επόμενο διάστημα, τα Παλαιά Ανάκτορα είχαν ποικίλες χρήσεις (κατοικία της βασιλομήτορος Όλγας, ιδίως όταν ασκούσε την αντιβασιλεία, νοσοκομείο κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας, έδρα ποικίλων υπηρεσιών μέριμνας των προσφύγων μετά την καταστροφή του 1922), ώσπου αποφασίστηκε από την κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου η εγκατάσταση εκεί της Βουλής και της Γερουσίας.

Για την εφαρμογή αυτής της απόφασης, πραγματοποιήθηκε μεταξύ των ετών 1930-1935 σημαντική επέμβαση βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή, απόφοιτου του Πολυτεχνείου του Μονάχου και εκφραστή ενός νεοακαδημαϊκού εκλεκτικισμού. Η ημιερειπωμένη κεντρική πτέρυγα κατεδαφίστηκε και στη θέση της οικοδομήθηκαν τα αμφιθέατρα συνεδριάσεων των δύο νομοθετικών σωμάτων, με χρήση οπλισμένου σκυροδέματος στα πατώματα και σιδηροκατασκευών με γυαλί στην επιστέγαση. Ενώ στη βόρεια όψη ανεγέρθηκε νεοκλασικό πρόπυλο με έξι δωρικούς κίονες, συμπληρώνοντας κατά κάποιο τρόπο τις αντίστοιχες κιονοστοιχίες των υπολοίπων όψεων.

Παλαιά Ανάκτορα. Φωτογραφία: Λεωνίδας Καλλιβρετάκης © Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

Τα εγκαίνια της Γερουσίας έγιναν τον Αύγουστο του 1934, της δε Βουλής τον Ιούλιο του 1935. Και τα δύο σώματα καταργήθηκαν ένα χρόνο μετά την εγκατάστασή τους εκεί, η μεν Γερουσία οριστικά, η δε Βουλή επί μια δεκαετία, ως συνέπεια της Κατοχής και της δικτατορίας Μεταξά.

Στο διάστημα 1934-1989 έδρευε επίσης στα Παλαιά Ανάκτορα το Συμβούλιο της Επικρατείας, ενώ κατά καιρούς στεγάζονταν και άλλες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων το Υπουργείο Ασφαλείας (1936-1944) και το Γενικό Επιτελείο Στρατού (1940-1941 και 1945-1951).

Ωστόσο, από το 1946, με εξαίρεση το διάστημα της στρατιωτικής δικτατορίας 1967-1974, χρησιμοποιείται κυρίως ως έδρα της Βουλής των Ελλήνων, αλλά και του Υπουργικού Συμβουλίου.

Poi sammlung 02 el IGNORECLICK .jpg

Φρίντριχ φον Γκέρτνερ (1792-1847)

Ο Φρίντριχ φον Γκέρτνερ (Friedrich von Gärtner), καταγόμενος από το Κόμπλεντς (Koblenz) της Ρηνανίας, γιος επίσης αρχιτέκτονα εγκατεστημένου από το 1804 στο Μόναχο, υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους αρχιτέκτονες, μαζί με τον Λέο φον Κλέντσε (Leo von Klenze), που δραστηριοποιήθηκαν στην Βαυαρία επί της βασιλείας Λουδοβίκου Α΄. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου (Akademie der Bildenden Künste München), όπου αργότερα υπηρέτησε και ως διευθυντής, και στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού (École des Beaux-Arts), ενώ πέρασε και αρκετά χρόνια μελετώντας την ιταλική αρχιτεκτονική στη Ρώμη, τη Νάπολη και τη Σικελία. Μεταξύ των σημαντικότερων έργων του στο Μόναχο, συγκαταλέγονται ο ναός του Αγίου Λουδοβίκου (Ludwigskirche, 1829), η Κρατική Βιβλιοθήκη (Bayerische Staatsbibliothek, 1831) και η Στοά των Στραταρχών (Feldherrnhalle, 1841).

Όταν ο Λουδοβίκος επισκέφθηκε την Αθήνα το 1835, ο Γκέρτνερ συμμετείχε στη συνοδεία του, με κύρια αποστολή τα ανάκτορα του Όθωνα. Είχαν προηγηθεί διάφορες προτάσεις που τα τοποθετούσαν στη σημερινή πλατεία Ομονοίας (σχέδιο Κλεάνθη - Σάουμπερτ), στον Κεραμεικό (σχέδιο Κλέντσε), ακόμη και επάνω στην Ακρόπολη (σχέδιο Σίνκελ [Schinkel]), τελικώς όμως υιοθετήθηκε η πρόταση του Γκέρτνερ, που τα χωροθέτησε στη θέση που βρίσκονται σήμερα. Ο ίδιος συνέταξε επίσης τα αρχιτεκτονικά σχέδια για την ανέγερσή τους και επέβλεψε ως ένα σημείο την οικοδόμησή τους.

Λούντβιχ Μίκαελ φον Σβαντάλερ (1802-1848)

Ο Λούντβιχ Μίκαελ φον Σβαντάλερ (Ludwig Michael von Schwanthaler), γόνος οικογένειας με τριών αιώνων παράδοση στην γλυπτική, σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου (Akademie der Bildenden Künste München), στην οποία αργότερα υπηρέτησε και ως καθηγητής. Προστατευόμενος του Λουδοβίκου Α΄ της Βαυαρίας, εργάστηκε κυρίως ως γλύπτης, αλλά και ως ζωγράφος. Πολλά σημαντικά έργα του κοσμούν την πρωτεύουσα της Βαυαρίας (Glyptothek, Alte Pinakothek, Ruhmeshalle, κ.ά.), αλλά και πολλές άλλες γερμανικές και αυστριακές πόλεις. Αρκετά από τα αρχικά σχέδια του Σβαντάλερ για τις τοιχογραφίες των Ανακτόρων των Αθηνών, σώζονται ακόμη στο Μουσείο της πόλης του Μονάχου (Münchner Stadtmuseum).

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Hans Christian Andersen, En Digters Bazar, Κοπεγχάγη 1842.

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, Οδοιπορικό στην Ελλάδα, Αθήνα [1972].

J. C. Hinrich, Briefe einer Hofdame in Athen an eine Freundin in Deutschland 1837-1842, Λειψία, 1845.

Κ. Τσαουσόπουλος (μετάφρ.), «Επιστολαί κυρίας της τιμής εν Αθήναις προς φίλην της εν Γερμανία (1837-1842), Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος 8 (1922).

Edmond About, La Grèce contemporaine, Παρίσι 1854.

Eντμόντ Αμπού, Η Ελλάδα του Όθωνος, Αθήνα χ.χ.

Hans Moninger, Friedrich von Gärtner’s Original-Pläne und Studien, Μόναχο 1882.

Σωτηρία Αλιμπέρτη, Αμαλία η βασίλισσα της Ελλάδος, Αθήνα 1896.

Ιωάννης Βλαχογιάννης (επιμ.), Απομνημονεύματα του στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη, Αθήνα 1907.

Κώστας Η. Μπίρης, Τα πρώτα σχέδια των Αθηνών, Αθήνα 1933.

Henry Miller, The Colossus of Maroussi, San Francisco 1941.

Hans Hermann Russack, Deutsche bauen in Athen, Βερολίνο 1942.

Ανδρέας Σκανδάμης, Σελίδες πολιτικής ιστορίας και κριτικής: Η τριακονταετία της βασιλείας του Όθωνος (1832-1862), Αθήνα 1961.

Klaus Eggert, Friedrich von Gaertner: Der Baumeister König Ludwigs I, Μόναχο 1963.

Lya Matton & Raymond Matton, Athènes et ses monuments du XVIIe s. à nos jours, Αθήνα 1963.

Wolf Seidl, Bayern in Griechenland: Die Geschichte eines Abenteuers, Μόναχο 1965.

Βόλφ Ζάιντλ, Βαυαροί στην Ελλάδα - Η γένεση του νεοελληνικού κράτους και το καθεστώς του Όθωνα, Αθήνα [1984].

Frank Otten, Ludwig Michael Schwanthaler 1802–1848: Ein Bildhauer unter Ludwig I von Bayern - Monographie und Werkverzeichnis, Μόναχο 1970.

Oswald Hederer, Friedrich von Gärtner 1792–1847: Leben, Werk, Schüler, Μόναχο 1976.

Νίκος Μακρυγιάννης, Ιστορία του Μεγάρου της Βουλής, Αθήνα 1979.

Δημήτρης Φιλιππίδης, Νεοελληνική Αρχιτεκτονική, Αθήνα 1984.

Χριστιάνα Λυτ, Μια Δανέζα στην Αυλή του Όθωνα, Αθήνα 2η έκδ. 1988.

Χριστιάνα Λύτ, Στην Αθήνα του 1847-1848, Αθήνα 1991.

Αικατερίνη Δεμενεγή-Βιριράκη, Παλαιά Ανάκτορα των Αθηνών, 1836-1986, Αθήνα 1994.

Κώστας Η. Μπίρης, Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον αιώνα, Αθήνα 3η έκδ. 1996.

Μιλτιάδης Παπανικολάου, Οι τοιχογραφίες του Μεγάρου της Βουλής, Αθήνα 1998, 2η έκδ. 2008.

Σταύρος Μπαλτογιάννης, Συντήρηση τοιχογραφιών του Μεγάρου της Βουλής των Ελλήνων , Αθήνα 2001.

Gertrud Rank, Handzeichnungen des Bildhauers Ludwig Schwanthaler. Die erzählenden Darstellungen im Zeichen von Philhellinismus und romantischem Geist, Μόναχο 2002.

Κατερίνα Δεμενεγή-Βιριράκη, Παλαιά Ανάκτορα Αθηνών - Το Κτήριο της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2007.

Στέλιος Λυδάκης (επιμ., μετάφρ.), Η Βασίλισσα Αμαλία 1818-1875, Αθήνα 2007.

Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων (εκδ.), Το κτήριο της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2009.

Maro Kardamitsi - Adami, Palaces in Greece, Αθήνα 2009.

Μάρω Καρδαμίτση - Αδάμη, Ανάκτορα στην Ελλάδα, Αθήνα 2009.

Βάνα Μπούσε, Μίχαελ Μπούσε (μετάφρ., επιμ.), Ανέκδοτες επιστολές της βασίλισσας Αμαλίας στον πατέρα της, 1836-1853, 2 τόμοι, Αθήνα 2011.

Συνοπτικό ιστορικό σημείωμα των Παλαιών Ανακτόρων, στα αγγλικά και τα ελληνικά, αναρτημένο στην ιστοσελίδα της Βουλής των Ελλήνων.

Σύνδεσμος

Ιστοσελίδα της Βουλής των Ελλήνων: Αρχείο Πολυμεσων

Τοποθεσία

Παλαιά Ανάκτορα
Λεωφόρος Βασιλίσσης Αμαλίας & Βασιλίσσης Σοφίας
Αθήνα