Πύργος Βασιλίσσης
Κατά την διάρκεια των συχνών εφίππων περιπλανήσεών της στην Αττική ύπαιθρο, η σύζυγος του Βασιλιά Όθωνα [1*] Αμαλία, [2*] εντόπισε στην περιοχή των Λιοσίων (σημερινό Ίλιον), βορείως της πόλης των Αθηνών, ένα κτήμα 300 περίπου στρεμμάτων, το οποίο αγοράστηκε το 1848 από την τότε βασιλική οικογένεια, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα πρότυπο αγροκήπιο. Στη συνέχεια το κτήμα επεκτάθηκε με αλλεπάλληλες αγορές, φθάνοντας τα 2.500 στρέμματα, στα οποία φυτεύτηκαν φοίνικες, κυπαρίσσια, οπωροφόρα δένδρα, καλλωπιστικά φυτά, αμπέλια κ.τ.λ., ενώ εισήχθησαν και επίλεκτες ράτσες ζώων, όπως αραβικά άλογα, πρόβατα merinos, κ.ά.
Εντός του κτήματος εκείνου, που ονομάστηκε «Επτάλοφος», ολοκληρώθηκε το 1854 και η ανέγερση του λεγόμενου «Πύργου της Βασιλίσσης», μιας μικρής ρομαντικής έπαυλης νέο-γοτθικού ρυθμού, που απετέλεσε το προσφιλές εξοχικό καταφύγιο της Αμαλίας, κατά τα επόμενα οκτώ χρόνια που επέπρωτο να παραμείνει ακόμη στην Ελλάδα.[3*]
Πρόκειται για έναν ορθογώνιο πύργο, με πολυγωνικούς πυργίσκους στις τρεις από τις τέσσερις γωνίες και επάλξεις στην περίμετρο της ταράτσας. Τα λιτά γοτθικά παράθυρα του ισογείου εναλλάσσονται με τα πιο περίτεχνα του ορόφου, ενώ στο μέσον της πρόσοψης υπάρχει ένας εξώστης ανάλογα διακοσμημένος.
Η είσοδος βρίσκεται στη δυτική πλευρά και φέρνει σε μια αίθουσα υποδοχής, συνοδευόμενη από τρία μικρά δωμάτια, ενώ στο βάθος μια σπειροειδής κλίμακα, που αναπτύσσεται στο εσωτερικό του μεγαλύτερου πυργίσκου, οδηγεί αφενός στο κελάρι και αφετέρου στον όροφο. Εκεί υπάρχουν δύο μικρότερα δωμάτια και μια μεγάλη αίθουσα, με περίτεχνο ξύλινο δάπεδο (marqueterie) και πλούσια διακόσμηση στους τοίχους και την οροφή, όπου κυριαρχεί το γαλάζιο, το κόκκινο και το χρυσό χρώμα, πλαισιώνοντας τα οικόσημα των δύο ηγεμονικών οίκων του ζεύγους (Wittelsbach και Oldenburg), καθώς και τα εραλδικά εμβλήματα των Βασιλείων της Ελλάδος και της Βαυαρίας.
Σε μικρή απόσταση από τον Πύργο υψώνεται μια μνημειακή πύλη, με επάλξεις στην επίστεψη, περικλειόμενη από τέσσερις πυργίσκους, την οποία ο Γάλλος συγγραφέας Edmond About είχε περιγράψει την εποχή εκείνη, ως μια «θριαμβευτική αψίδα πολύ ευχάριστου γούστου». Το σύνολο περιβάλλεται προς νότο από ένα κήπο στυλ «anglais», στολισμένο με αγάλματα και ένα σιντριβάνι, ενώ προς βορρά συμπληρώνεται από μια σειρά μικροτέρων κτισμάτων, που θυμίζουν γερμανικές αγροτικές οικίες και χρησίμευαν ως αποθήκες, στάβλοι, κ.τ.λ.
Ο Πύργος περιγράφεται από τον ιστορικό της αρχιτεκτονικής Κώστα Μπίρη, ως μια εκλεκτικιστική σύνθεση, εμπνευσμένη μεν από τον γοτθικό ρυθμό, αλλά με αναλογίες που «εκφεύγουν προς μωαμεθανικούς ρυθμούς», παρατήρηση που οδηγεί τον καθηγητή Δημήτρη Φιλιππίδη να τον χαρακτηρίσει «εξωτικό γοτθικο-σαρακηνό» πύργο, με ανάμικτα γοτθικά και αραβικά στοιχεία. Ο συγγραφέας Κώστας Ουράνης, από την πλευρά του, βρίσκει ότι είναι ένα «περίεργο μίγμα κοινού ελληνικού σπιτιού και πύργου των γερμανικών δρυμών».
Έχει παρατηρηθεί αφετέρου ότι ο Πύργος των Λιοσίων παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με τον, πολύ μεγαλύτερης κλίμακας βέβαια, Πύργο του Hohenschwangau (Schloss Hohenschwangau) στη Βαυαρία, που οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1833-1837, ως θερινό ανάκτορο του αδελφού του Όθωνα, πρίγκιπα Μαξιμιλιανού. [4*] Τα δύο κτίρια, παρά τη σημαντική τους διαφορά στο μέγεθος, παρουσιάζουν πράγματι μια σειρά από κοινά στοιχεία, τόσο στην όψη, όσο και στην εσωτερική διακόσμηση, που δικαιολογούν την εντύπωση ότι το μεν υπήρξε ενδεχομένως πηγή έμπνευσης του δε. [5*]
Το ερώτημα ποιος υπήρξε ο αρχιτέκτονας που σχεδίασε τον «Πύργο της Βασιλίσσης», δεν έχει απαντηθεί ικανοποιητικά μέχρι στιγμής. Ο Μπίρης και ο Φιλιππίδης τον αποδίδουν χωρίς ενδοιασμό στον Γάλλο αρχιτέκτονα Florimond Boulanger, [6*] ο οποίος εργαζόταν στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο, και προκύπτει μεν ότι είχε ασχοληθεί με την εσωτερική διακόσμηση και την επίπλωση του κτιρίου, καθώς και με τη μελέτη διάνοιξης αρτεσιανών φρεάτων για την άρδευση του κτήματος, χωρίς όμως να τεκμηριώνεται επαρκώς η συμβολή του στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του Πύργου.
Η καθηγήτρια Μάρω Καρδαμίτση – Αδάμη πιθανολογεί ότι τα σχέδια έγιναν στο εξωτερικό, γεγονός που δεν μπορεί να αποκλειστεί. Νεώτερα στοιχεία ωστόσο, αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο κάποιας εμπλοκής του Δανού αρχιτέκτονα Theophil Hansen,[7*] δημιουργού πολλών σημαντικών κτιρίων των Αθηνών και της Βιέννης της εποχής εκείνης. Πράγματι, το έτος 1856, ο Hansen ανέλαβε την πλήρη αναμόρφωση σε νέο-γοτθικό ύφος του Πύργου Hörnstein (Schloss Hörnstein), στα περίχωρα της Βιέννης, για λογαριασμό του Αρχιδούκα Λεοπόλδου της Αυστρίας (Erzherzog Leopold Ludwig von Österreich). Από τα τότε σχέδια του Hansen (αλλά και από τις σημερινές εικόνες), προκύπτει μια εντυπωσιακή ομοιότητα με τον Πύργο των Λιοσίων, η οποία δεν αφορά όμως στο κυρίως κτίριο αλλά στην σχεδόν πανομοιότυπη φρουριακή πύλη του περιβόλου. Αξιοσημείωτο είναι ότι, εάν ισχύει αυτός ο συσχετισμός, τότε η αυστριακή περίπτωση έπεται της ελληνικής.
Μετά την εκθρόνιση του Όθωνα και την έξωση εκείνου και της συζύγου του από την Ελλάδα, το κτήμα της «Επταλόφου» αγοράστηκε από τον βαρώνο Σίμωνα Σίνα, μετά το θάνατο του οποίου πωλήθηκε στον επιχειρηματία και βουλευτή Γεώργιο Παχύ. Μέσω του γάμου μιας από τις κόρες του τελευταίου με τον Φερδινάνδο Σερπιέρη, το κτήμα περιήλθε στην οικογένεια Σερπιέρη.
Σήμερα, ένα μεγάλο μέρος της αρχικής «Επταλόφου» έχει αποδοθεί στο κοινόχρηστο «Πάρκο Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης ‘Αντώνης Τρίτσης’», ενώ το υπόλοιπο (μαζί με τον Πύργο) παραμένει στην οικογένεια Σερπιέρη και το διαχειρίζεται μια «Γεωργοκτηνοτροφική Εταιρεία», με κυριότερη δραστηριότητα την βιολογική οινοποιία. Στις αρχές του 21ου αιώνα ο Πύργος αναπαλαιώθηκε και έκτοτε είναι επισκέψιμος κατόπιν συνεννόησης. [8*]