Το μεγαλύτερο γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης και τόπος μαρτυρίου στην κατεχόμενη Ελλάδα βρισκόταν στο Χαϊδάρι της Αθήνας.
Από την προπολεμική περίοδο μέχρι και σήμερα, το 500 στρεμμάτων στρατόπεδο Χαϊδαρίου που εντοπίζεται μεταξύ των οικιστικών ιστών των δήμων Χαϊδαρίου, Περιστερίου και Πετρούπολης στα δυτικά της Αθήνας, αποτελεί κέντρο εκπαίδευσης του ελληνικού στρατού.
Την περίοδο της Κατοχής, αφού επιτάχθηκε από τις κατοχικές δυνάμεις, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στις 3 Σεπτεμβρίου 1943, όταν οι Ιταλοί μετέφεραν εκεί κρατούμενους από το στρατόπεδο της Λάρισας. Μία βδομάδα αργότερα, ανέλαβε τη λειτουργία του η SD (Sicherheitdienst), η Υπηρεσία Ασφαλείας των Ες-Ες (Schutzstaffel / SS).
Αρχικά, χρησιμοποιήθηκε ως παράρτημα των Φυλακών Αβέρωφ που βρίσκονταν στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Οι Γερμανοί εκμεταλλεύτηκαν και τα 20 κτίρια-κοιτώνες του στρατοπέδου, μετατρέποντάς τα σε κελιά και ομαδικούς θαλάμους, ενώ οργάνωσαν γραφεία, κουζίνες, αποθήκες, πειθαρχείο, απομόνωση και ιατρείο.
Αργότερα, εξελίχθηκε σε κέντρο μεταγωγών κρατουμένων από άλλες φυλακές, κυρίως από τα κρατητήρια των Ες-Ες στην Οδό Μέρλιν, προς άλλα γερμανικά στρατόπεδα ή προς πεδία εκτελέσεων. Αποτέλεσε τη μοναδική περίπτωση εγκλεισμού παντός τύπου εχθρών του Γ΄ Ράιχ και βασική δεξαμενή ομήρων για επιχειρήσεις αντιποίνων της Βέρμαχτ (Wehrmacht) και των Ες-Ες.
Οι συνθήκες ήταν αθλιότατες και εφαρμόζονταν κανονισμοί που ίσχυαν σε όλα τα ναζιστικά κολαστήρια. Διοικητής του στρατοπέδου ήταν ο ταγματάρχης (Sturmbannführer) της SD, Πάουλ Όττο Ραντόμσκι (Paul Otto Radomski), ο οποίος είχε τη φήμη σαδιστή, έχοντας σκοτώσει κρατουμένους με τα ίδια του τα χέρια και, από τις 27 Φεβρουαρίου 1944, ο ταγματάρχης Καρλ Φίσερ (Karl Fischer).
Συνολικά, πέρασαν από εκεί περίπου 20-25.000 άτομα: αιχμάλωτοι του Ελληνικού Στρατού, αγωνιστές της Αντίστασης, το σύνολο των μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, που βρίσκονταν φυλακισμένοι από την προηγούμενη περίοδο της Δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά (1936-1941), συλληφθέντες σε διάφορες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην ύπαιθρο ή «μπλόκα» στην περιοχή της πρωτεύουσας, πολιτικές προσωπικότητες, όπως ο αρχηγός του Κόμματος των Φιλελευθέρων και μετέπειτα πρωθυπουργός Θεμιστοκλής Σοφούλης, αλλά και 4.468 Έλληνες Εβραίοι από την Αθήνα, την Κέρκυρα, τη Ρόδο και την Κω, οι οποίοι περίμεναν τον εκτοπισμό τους στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς-Μπίρκεναου (Konzentrationslager Auschwitz-Birkenau).
Από το Στρατόπεδο Χαϊδαρίου προέρχονταν και οι εκατοντάδες κρατούμενοι που οδηγούνταν στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Κορυφαία γεγονότα ήταν η εκτέλεση 200 μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής την 1η Μαΐου 1944, ως αντίποινα για τη δράση των ανταρτών, καθώς και η εκτέλεση 59 μελών κατασκοπευτικών δικτύων και οργανώσεων στις 8 Σεπτεμβρίου 1944 στην περιοχή της Μονής Δαφνίου, στο σημείο που σήμερα βρίσκεται ο Διομήδειος Βοτανικός Κήπος.
Η κακή φήμη του στρατοπέδου είχε υπερβεί τα ελληνικά σύνορα και οι New York Times το χαρακτήρισαν ως ένα από τα πιο βάρβαρα ναζιστικά λάγκερ (lager) στην Ευρώπη. Διαλύθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1944.
Από το τέλος της δεκαετίας του 1940 έως σήμερα, ο χώρος του Στρατοπέδου ανήκει στον ελληνικό στρατό. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία ανάδειξη των κτιρίων ως ιστορικά μνημεία ή σύμβολα του εθνικού αγώνα, εκτός από το Μπλοκ 15 –την πτέρυγα της απομόνωσης– που αναγνωρίστηκε ως μνημείο Εθνικής Αντίστασης το 1984. Στην είσοδο έχει αναρτηθεί αναμνηστική πλάκα η οποία αναγράφει: «Μπλοκ 15, 1943-44. Τόπος θυσίας και μαρτυρίων των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης. Ορμητήριο και χαράκωμα του αγώνα για τη λευτεριά του λαού μας».
Αριστερά της εισόδου του στρατοπέδου Χαϊδαρίου, παρολαυτά, το 2010 ανεγέρθηκε το Μνημείο Εθνικής Αντίστασης του Δήμου Χαϊδαρίου, έργο του γλύπτη Χάρη Λαλέ, προς τιμήν των θυμάτων της γερμανικής κατοχής που φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου, λίγο πριν την εκτέλεση τους στην Καισαριανή.